Τι προβλέπει η συμφωνία – Για “ιστορική μέρα”, έκανε λόγο η πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ρομπέρτα Μέτσολα
Πολιτική συμφωνία για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο επετεύχθη μεταξύ του Συμβουλίου της ΕΕ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έπειτα από μαραθώνιες συνομιλίες που ξεκίνησαν τη Δευτέρα.
«Είναι μια ιστορική μέρα», δήλωσε η Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ρομπέρτα Μέτσολα ανακοινώνοντας σήμερα το πρωί την πολιτική συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου.
Η Ρομπέρτα Μέτσολα είπε ότι η συμφωνία περιλαμβάνει ένα ισχυρό νομοθετικό πακέτο, το οποίο θα διέπει όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ – ένα νομοθετικό πακέτο που θα είναι λειτουργικό και θα προστατεύει, όπως είπε, και που διατηρεί την ισορροπία μεταξύ αλληλεγγύης και ευθύνης. «Δεν ήταν εύκολο», παραδέχτηκε, «δεν υπάρχει η τέλεια λύση, αλλά αυτό που έχουμε τώρα στο τραπέζι είναι πολύ καλύτερο για όλους μας».
20th December 2023 will go down in history.
— Roberta Metsola (@EP_President) December 20, 2023
The day the EU reached a landmark agreement on a new set of rules to manage migration and asylum.
Europe has once again defied the odds.
I'm very proud that with the Migration & Asylum Pact, we have delivered and provided solutions. pic.twitter.com/Ic2AXYeKqN
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εκπροσώπων του Συμβουλίου της ΕΕ ξεκίνησαν στις 18 Δεκεμβρίου το απόγευμα και ολοκληρώθηκαν σήμερα το πρωί, όμως όπως τόνισε η Ρ. Μέτσολα στην πραγματικότητα οι προσπάθειες για μια συμφωνία στη μετανάστευση και το άσυλο έχουν κρατήσει δέκα χρόνια. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε καταθέσει τις προτάσεις της για ένα νέο σύμφωνο το Σεπτέμβρη του 2020.
«Το μεταναστευτικό ήταν η πρώτη ανησυχία των ευρωπαίων πολιτών το 2019 και παραμένει και σήμερα πρώτο μέλημά τους», δήλωσε η Ρ. Μέτσολα
Τι προβλέπει η συμφωνία
Η καταρχήν αυτή συμφωνία αφορά σε πέντε πυλώνες για όλα τα στάδια διαχείρισης ασύλου και μετανάστευσης, που κυμαίνονται από τον έλεγχο των παράτυπων μεταναστών κατά την άφιξή τους στην ΕΕ, τη λήψη βιομετρικών δεδομένων, τις διαδικασίες υποβολής και διεκπεραίωσης αιτήσεων ασύλου, τους κανόνες για τον καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση μιας αίτησης ασύλου και της συνεργασίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών και του τρόπου χειρισμού καταστάσεων κρίσης, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων εργαλειοποίησης των μεταναστών.
Βάσει της συμφωνίας, θα υπάρχει ένας κανονισμός ελέγχου για να εξετάζεται ταχέως το προφίλ ενός αιτούντος άσυλο με τη συλλογή πληροφοριών, όπως η εθνικότητα, η ηλικία και τα δακτυλικά αποτυπώματα, ενώ στη συνέχεια θα ενημερώνεται το Eurodac, η βάση δεδομένων της ΕΕ, με τα δακτυλικά αποτυπώματα σε ψηφιακή μορφή και φωτογραφίες από κάθε μετανάστη ή πρόσφυγα.
Παράλληλα προβλέπονται δύο διαδικασίες ασύλου, μια ταχεία, εντός 12 εβδομάδων και η τυπική που θα είναι πιο χρονοβόρα. Σύμφωνα με τον κανονισμό διαχείρισης κρίσεων, η Επιτροπή θα είναι υπεύθυνη να αποφασίζει το τί συνιστά κατάσταση «κρίσης» σε μια χώρα. Σε περίπτωση που οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές δικαιολογούσαν αυτόν τον χαρακτηρισμό, τα υπόλοιπα κράτη – μέλη της ΕΕ θα έπρεπε, είτε να δεχτούν στο έδαφός τους αιτούντες άσυλο που καταφθάνουν στα κράτη πρώτης γραμμής (π.χ Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία), είτε να να καταβάλουν, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής αλληλεγγύης, χρήματα, στα κράτη πρώτης γραμμής.
Συγκεντρωτικά, η συμφωνία για τη μεταρρύθμιση των κανόνων για τη Mετανάστευση και το Άσυλο προβλέπει ότι:
- Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν αν θα δέχονται αιτούντες άσυλο από τα κράτη – μέλη πρώτης γραμμής, ή εάν θα καταβάλουν οικονομικές εισφορές
- Προβλέπεται βελτιωμένη αναγνώριση κατά την άφιξη, συμπεριλαμβανομένης της φωτογραφίας του προσώπου και των δακτυλικών αποτυπωμάτων, που θα περιλαμβάνει και παιδιά ηλικίας από έξι ετών
- Θα αντιμετωπίζονται οι καταστάσεις κρίσης και η εργαλειοποίηση μεταναστών και αιτούντων άσυλο από γειτονικά κράτη
- Οι διαδικασίες ασύλου θα εξετάζονται ταχύτερα
- Θα γίνονται υποχρεωτικοί έλεγχοι ασφάλειας και υγείας για άτομα που εισέρχονται παράνομα στην ΕΕ
Η δύσκολη μάχη για τη μεταρρύθμιση των κανόνων μετανάστευσης και ασύλου είχε χωρίσει την ΕΕ σε δύο στρατόπεδα, με τις χώρες της πρώτης γραμμής, όπως η Ιταλία, η Ελλάδα, η Μάλτα, η Κύπρος και η Ισπανία, να ζητούν περισσότερη βοήθεια από την ΕΕ, ενώ χώρες του βορρά, όπως η Γερμανία, η Δανία και η Ολλανδία επέμεναν ότι οι μετανάστες πρέπει να παραμείνουν στην πρώτη χώρα της ΕΕ στην οποία φθάνουν.
Τι σημαίνουν αυτά πρακτικά για την Ελλάδα
Η χώρα μας μαζί καθώς και τα άλλα κράτη που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Μάλτα, επωφελείται καθώς βλέπει πλέον τις διαδικασίες να βαίνουν προς το ταχύτερο ενώ θεσπίζεται και ένας υποχρεωτικός μηχανισμός αλληλεγγύης, κάτι που η Αθήνα ζητούσε μετ’ επιτάσεως για χρόνια καθώς στην εθελοντική του μορφή το μέτρο είχε ομολογουμένως αποτύχει.
Στο πλαίσιο αυτό με την άφιξη ενός αιτούντα άσυλο σε ελληνικό έδαφος θα μπορεί η Ελλάδα μέσω του Eurodac κατ’ αρχήν να διαπιστώνει εάν υπάρχει άλλη καταχώριση στο όνομά του, εάν έχει επιχειρηθεί πρότερη είσοδο με άλλα στοιχεία και φυσικά την καινοτομία της ταχείας εξέτασης προφίλ η οποία αποσυμφορεί την διαδικασία ασύλου με σωρηδόν αιτήματα.
Μέσω της διαδικασίας της «υποχρεωτικής αλληλεγγύης» η Ελλάδα θα μπορεί να δει άλλες χώρες της ΕΕ να υποχρεούνται να συμβάλλουν στην διαχείριση των βαρών μέσω των μετεγκαταστάσεων, προκειμένου τα βάρη τα κατανέμονται όσο πιο δίκαια γίνεται. Στο ίδιο πλαίσιο, θεσπίστηκε και μία ακόμη παράμετρος για χώρες οι οποίες αρνούνται να δεχθούν αιτούντες άσυλο, καθώς αυτές θα καλούνται να καταβάλλουν εισφορά στις χώρες οι οποίες σηκώνουν το αντίστοιχο βάρος καθώς και να χρηματοδοτήσουν επιχειρησιακή υποστήριξη. Σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο μέτρο επεκτείνεται και στις τρίτες χώρες οι οποίες λογίζονται ως «ασφαλείς» προκειμένου να δύναται με αυτόν τον τρόπο να ανακοπούν οι ροές σε ορισμένες περιπτώσεις εκτός ΕΕ.
Οι νέοι κανόνες, μόλις εγκριθούν, θα καταστήσουν το ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου αποτελεσματικότερο και θα αυξήσουν την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών, επιτρέποντας την ελάφρυνση του φόρτου στα κράτη μέλη στα οποία φθάνουν οι περισσότεροι μετανάστες.