H επίτευξη μηδενικών εκπομπών άνθρακα προϋποθέτει διπλασιασμό των επενδύσεων στα δίκτυα διανομής, από 33 δισεκατομμύρια ευρώ κατά μέσο όρο σε 67 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από το 2025 έως το 2050
Η επίτευξη του στόχου για μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050 μπορεί να μειώσει στο μισό την ενεργειακή δαπάνη των νοικοκυριών, παρά τις μεγάλης κλίμακας επενδύσεις στα δίκτυα που απαιτούνται για την πράσινη μετάβαση.
Αυτό προκύπτει από τη μελέτη “Grids for Speed” της οργάνωσης που εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή βιομηχανία ηλεκτρικής ενέργειας Eurelectric, που παρουσιάστηκε χθες στο «Power Summit 2024» το οποίο πραγματοποιείται στην Αθήνα.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι οι δαπάνες για θέρμανση, ψύξη, φωτισμό και καύσιμα κίνησης προβλέπεται να μειωθούν κατά 45 % ως το 2050 εξαιτίας της μείωσης της ενεργειακής κατανάλωσης (κιλοβατώρες ανά έτος) που επιφέρει ο εξηλεκτρισμός της οικονομίας λόγω μεγαλύτερου βαθμού απόδοσης σε σχέση με τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Από 25 μεγαβατώρες ετησίως η ετήσια κατανάλωση του μέσου νοικοκυριού περιορίζεται σε λιγότερες από 10 το 2050. Παράλληλα το επιπλέον κόστος των επενδύσεων στα δίκτυα που απαιτούνται για τον εξηλεκτρισμό του ενεργειακού συστήματος (θέρμανση – ψύξη – μεταφορές κλπ.) αντισταθμίζεται με τον επιμερισμό του σε μεγαλύτερο όγκο κατανάλωσης. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ετήσια ενεργειακή δαπάνη αναμένεται να περιοριστεί από 3.100 σε 1.600 ευρώ περίπου. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τη μελέτη της Eurelectric η επίτευξη μηδενικών εκπομπών άνθρακα προϋποθέτει διπλασιασμό των επενδύσεων στα δίκτυα διανομής, από 33 δισεκατομμύρια ευρώ κατά μέσο όρο σε 67 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από το 2025 έως το 2050.
Για την Ελλάδα όπως επεσήμανε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης χθες στο «Power Summit 2024» προβλέπεται διπλασιασμός των επενδύσεων στο δίκτυο, από 500 εκατ, σε 1 δισ. ευρώ.
Στη μελέτη σημειώνεται ότι η έκταση των μελλοντικών μειώσεων των λογαριασμών ενέργειας θα διαφέρει από χώρα σε χώρα και θα εξαρτηθεί από:
- Το επίπεδο του εξηλεκτρισμού και των επιτευχθέντων κερδών ενεργειακής απόδοσης
- Τη λιανική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που καθορίζεται από τα μοναδικά χαρακτηριστικά του συστήματος και του μείγματος ηλεκτρικής ενέργειας κάθε χώρας
- Το κόστος των επενδύσεων που απαιτούνται για την ανάπτυξη της ενεργειακής μετάβασης.
Πηγές της ελληνικής αγοράς ανέφεραν χθες ότι η υστέρηση στην κάλυψη της κατανάλωσης με έξυπνους μετρητές, που είναι απαραίτητοι για την ενεργειακή μετάβαση, καλύπτεται με γοργό ρυθμό, σημειώνοντας ότι το 50 % της κατανάλωσης (σε μεγαβατώρες και όχι σε αριθμό πελατών) ως το τέλος του χρόνου θα καλύπτεται από έξυπνους μετρητές.
Οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι:
-Οι αρνητικές τιμές που καταγράφονται ορισμένες ημέρες στο Χρηματιστήριο ενέργειας τις μεσημβρινές ώρες λόγω υπερπαραγωγής των φωτοβολταϊκών δεν πρόκειται να ανακόψουν την ανάπτυξη των ΑΠΕ. Ο λόγος είναι ότι εταιρείες – όπως η ΔΕΗ – με διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο έργων (φωτοβολταϊκά, αιολικά, υδροηλεκτρικά, θερμικές μονάδες), δραστηριότητα σε περισσότερες χώρες και “κάθετη ολοκλήρωση” (δηλαδή παρουσία σε παραγωγή και προμήθεια) επιτυγχάνουν αντιστάθμιση των κινδύνων και μείωση του ρίσκου. Επίσης, εκτός από τις περιόδους αρνητικών τιμών υπάρχουν και άλλες ώρες κατά τις οποίες οι τιμές είμαι υψηλότερες.
-Η ανάπτυξη πυρηνικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής εκτός των άλλων είναι ασύμφορη και πρόσθετο εμπόδιο για τη χώρα μας είναι η έλλειψη εμπειρίας. Ίσως να γίνει συζήτηση στο μέλλον για μικρούς αντιδραστήρες οι οποίοι όμως τώρα βρίσκονται σε πειραματικό στάδιο.