Στο συνέδριο, που ξεκίνησε χθες στη Θεσσαλονίκη και ολοκληρώνεται σήμερα, με τη συμμετοχή 130 ειδικών από όλο τον κόσμο και την Ελλάδα, συζητήθηκε μεταξύ άλλων η συνοριακή βία, η χρήση νέων τεχνολογιών ως αποτρεπτικό μέσο, η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και τα ανθρώπινα δικαιώματα

Η Παραστό Χακίμ (Parasto Hakim) γεννήθηκε ως πρόσφυγας στο Πακιστάν το 1986, όταν οι Ταλιμπάν ήταν στη χώρα της, το Αφγανιστάν. Γύρισε στην πατρίδα της, όταν ακόμη ο πόλεμος ήταν σε εξέλιξη, όμως εκεί δεν ήταν δεκτή ως γυναίκα. Πολλές γυναίκες φυλακίστηκαν μόνο επειδή δεν ήταν άνδρες. Έτσι γνώρισε και πάλι την προσφυγιά «εξαιτίας των λανθασμένων επιλογών των υπευθύνων για τη χάραξη πολιτικής, των παγκόσμιων ηγετών και των πολιτικών», όπως είπε σήμερα, μιλώντας στο διεθνές συνέδριο με θέμα «Shipwrecked. Rethinking migration and asylum in Europe» («Ναυαγός. Επανεξέταση της μετανάστευσης και του ασύλου στην Ευρώπη»), που διοργάνωσε το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ – Γραφείο Θεσσαλονίκης.

«Σήμερα είμαι σε μια κατάσταση που δεν έχω δικαίωμα να έχω δικό μου σπίτι, δεν έχω το δικαίωμα να ταξιδεύω, να εργάζομαι. Έχω χάσει την επαφή μου με τη χώρα μου. Πρέπει να ξεκινήσω τη ζωή μου από το μηδέν» τόνισε χαρακτηριστικά. Ωστόσο είχε τη δύναμη να ιδρύσει το 2021 τα υπόγεια σχολεία «Underground Schools» SRAK και το Online πανεπιστήμιο στο Αφγανιστάν, ώστε να υπάρχει ένα δίκτυο που παρέχει σχολική εκπαίδευση στα κορίτσια που έχουν αποκλειστεί από τη δημόσια εκπαίδευση.

Την παρέμβαση της Παραστό Χακίμ στο διεθνές συνέδριο πλαισίωσε ένα βίντεο, στο οποίο μιλούν γυναίκες και κορίτσια από το Αφγανιστάν. Η μικρή Arezo λέει ότι πηγαίνει στο σχολείο SRAK γιατί δεν μπορεί να πάει σε κανονικό σχολείο και δεν της επιτρέπεται να διαβάζει. «Είμαι πολύ χαρούμενη που έρχομαι σε αυτό το σχολείο γιατί μπορώ να μελετάω εδώ και να εξελιχθώ σε έναν θετικό άνθρωπο για την κοινωνία. Κανένα μέρος δεν μπορεί να είναι σαν το σχολείο μου, αλλά έρχομαι εδώ για να εκπαιδευτώ. Θα ήθελα στο μέλλον να γίνω μηχανικός και για να τα καταφέρω πρέπει να μορφωθώ. Ζητώ από τον κόσμο και από τους Ταλιμπάν να ανοίξουν πάλι τα σχολεία μας και να μην μας αποκλείουν από την εκπαίδευση, γιατί είμαστε ο μισός πληθυσμός και αν ο μισός πληθυσμός είναι αγράμματος, τότε το μέλλον θα είναι χειρότερο» αναφέρει.

Γυναίκες από την περιοχή ζητούν παράλληλα υποστήριξη από την παγκόσμια κοινότητα, την οποία καλούν να σκεφτεί «σαν η δική της κόρη να είχε αποκλειστεί από την εκπαίδευση και από την ελεύθερη βούληση».

«Θεωρώ τον εαυτό μου το πρόβλημα γιατί είμαι πρόσφυγας», ωστόσο «το να είμαστε μετανάστες δεν είναι η αγαπημένη μας επιλογή», είπε από την πλευρά της η Παραστό Χακίμ και πρόσθεσε: «αν αύριο η χώρα μας είναι ελεύθερη ξανά επειδή οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής, οι πολιτικοί ηγέτες και η ηγεσία πάρουν τις σωστές αποφάσεις θα είμαι η πρώτη που θα γυρίσει πίσω. Κανείς δεν επιθυμεί να μείνει μακριά από την αγάπη της μητέρας και της οικογένειάς του».

Συνοριακή βία και νέες τεχνολογίες

Στο συνέδριο, που ξεκίνησε χθες στη Θεσσαλονίκη και ολοκληρώνεται σήμερα, με τη συμμετοχή 130 ειδικών από όλο τον κόσμο και την Ελλάδα, η δικηγόρος και ανθρωπολόγος Πέτρα Μόλναρ (Petra Molnar) αναφέρθηκε ιδιαίτερα στη συνοριακή βία και τη χρήση νέων τεχνολογιών ως αποτρεπτικό μέσο (με εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, drones, αισθητήρες, εργαλεία παρακολούθησης κ.ά.). Η ίδια έκανε λόγο για μια ισχυρή παγκόσμια τεχνολογική βιομηχανία ύψους πολλών δισεκατομμυρίων, έθεσε ζήτημα ανθρώπινης αξιοπρέπειας και υπογράμμισε ότι απελπισμένοι άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο θα συνεχίσουν να μετακινούνται.

«Από την οπτική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι προβληματικό το γεγονός ότι δεν υπάρχει επαρκές κανονιστικό πλαίσιο και διακυβέρνηση που θα μπορούσαν να θέσουν κάποιες γραμμές προστασίας για την τεχνολογία συνόρων» είπε. Παρουσίασε, ωστόσο, μια αισιόδοξη προοπτική επισημαίνοντας ότι υπάρχει ένας διαφορετικός τρόπος διαχείρισης του θέματος, στο πλαίσιο μιας πρακτικής που εφαρμόζεται ήδη στο μεταναστευτικό και εμπλέκει τα ίδια τα άτομα που μεταναστεύουν ώστε να μεταφέρουν τη δική τους εμπειρία στη συζήτηση που είναι σε εξέλιξη.

Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη

Από την πλευρά του, ο Τζων Χένλεϊ (Jon Henley), ανταποκριτής Ευρώπης του Guardian μίλησε για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και επισήμανε ότι κοινά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που υιοθετούν τις απόψεις αυτές είναι η σχέση με τη Ρωσία, ο ευρωσκεπτικισμός, ο λαϊκισμός, ο απολυταρχισμός και η πίστη ότι οι γηγενείς ομάδες πρέπει να είναι οι αποκλειστικοί κάτοικοι ενός έθνους.

Στο ίδιο μήκος κύματος ο Λοράν Σταντάρτ (Laurent Standaert), διευθυντής του Green European Foundation, έκανε μια αναδρομή στο παρελθόν επισημαίνοντας ότι από το 2000 ως το 2020 υπήρξε μια πτώση της δύναμης των προοδευτικών. Για την κατάσταση που διαμορφώνεται σήμερα σχολίασε ότι λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων υπήρξαν αλλαγές που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την εργαλειοποίηση της μετανάστευσης και τη δημιουργία αισθήματος ανασφάλειας. Ωστόσο εκτίμησε ότι η σημερινή είναι μια ενδιαφέρουσα εποχή και υπογράμμισε την ανάγκη ενίσχυσης της δημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό σημείωσε ότι αντίθετα στο σλόγκαν του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν «Κάντε την Ευρώπη μεγάλη ξανά» θα μπορούσαμε να κάνουμε «την Ευρώπη ελληνική ξανά», αφού η Ελλάδα είναι το μέρος όπου γεννήθηκε η δημοκρατία.

Ανθρώπινα δικαιώματα

Στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προστασίας τους αναφέρθηκε η Πέγκα Ενταλάτιαν (Pegah Edalatian), αντιπρόεδρος της Συμμαχίας 90/Οι Πράσινοι, επισημαίνοντας ότι «στη Γερμανία ο χώρος για την κοινωνία των πολιτών και τη δράση μεμονωμένων ατόμων στενεύει». Παράλληλα σημείωσε ότι μετά από επίσκεψή της σε ευρωπαϊκή οργάνωση που εδρεύει στη Λειψία και ασχολείται με την προστασία των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων, η ίδια ενημερώθηκε ότι δημοσιογράφοι φοβούνται να εκφράσουν τις απόψεις τους, ενώ οι προϋπολογισμοί των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών περικόπτονται, γεγονός που τις αποδυναμώνει.

Στο θέμα αναφέρθηκε και η Μιλένα Ζάζοβιτς (Milena Zajovic), ψυχολόγος, δημοσιογράφος και υπερασπίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενώ ο Τιάγκο ντα Κρουζ Μπάρτόλο, (Tiago da Cruz Bartholo), πολιτικός επιστήμονας, συντονιστής της οργάνωσης «From the Sea to the City». αναφέρθηκε στο σύστημα που έχει δημιουργηθεί και δέχεται τηλεφωνικές κλήσεις από μετανάστες που βρίσκονται σε κίνδυνο κατά τη μετακίνησή τους. Τέλος, ο Στέφανος Λουκόπουλος, συνιδρυτής και διευθυντής της οργάνωσης Vouliwatch υπογράμμισε την ανάγκη η παγκόσμια κοινότητα να επιστρέψει πίσω στις αρχές της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη μεταξύ πολιτών και πολιτικών.