Η Λίλα Παπαπάσχου γράφει για τη σύγχρονη ελληνική τηλεόραση, που μοιάζει πιο «παλιακή» από ποτέ, χωρίς ωστόσο να παραβλέπει το γεγονός ότι η πρόσφατη επικράτηση της μυθοπλασίας έναντι των reality shows, είναι από μόνη της μία ευτυχής συγκυρία

Είναι νομίζω κοινή διαπίστωση, ότι οι σεναριογράφοι παγκοσμίως βρίσκονται σε μεγάλο δημιουργικό τέλμα. Γι’ αυτό και ανατρέχουν ολοένα και πιο συχνά σε βιβλία, αληθινά εγκλήματα/γεγονότα του μακρινού ή πρόσφατου παρελθόντος, ιστορικές προσωπικότητες διεθνούς ακτινοβολίας και γενικότερα σε ό,τι μπορεί να λειτουργήσει ως πηγή έμπνευσης, για να αντλήσουν ιδέες για ταινίες και σειρές.

Για να μην παρεξηγηθώ, αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό και αν μη τι άλλο ανέκαθεν συνέβαινε, με άριστα πολλές φορές αποτελέσματα, τόσο τηλεοπτικά όσο και κινηματογραφικά. Άρα δεν εντοπίζεται εκεί το πρόβλημα της σύγχρονης μυθοπλασίας στην Ελλάδα, η οποία ενώ φαινομενικά ανθεί, στην ουσία «μυρίζει» ναφθαλίνη. Που εντοπίζεται λοιπόν και τις πταίει για όλη αυτήν την αναβίωση του παρελθόντος, με τρόπο συχνά μίζερο και καταθλιπτικό, που οδηγεί και τους ίδιους τους ηθοποιούς σε υπερβολικές ερμηνείες και δακρύβρεχτα ξεσπάσματα;

Δεν ξέρω να σας απαντήσω με σιγουριά, πάντως ενδέχεται να φταίμε κι εμείς. Το φιλοθεάμον κοινό, που «δικάζουμε» και «αποθεώνουμε» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (αυτό το πρώην twitter νυν X είναι πλέον το μόνο σίγουρο τηλεοπτικό βαρόμετρο κι έτσι και δεν σε ξεχωρίσει κάηκες!) με κριτήριο ποια/ποιος έριξε το καλύτερο κλάμα την τρέχουσα εβδομάδα. Τι κι αν αυτή ή αυτός η/ο ηθοποιός διαθέτει άπειρα υποκριτικά χιλιόμετρα και μας έχει χαρίσει αξιομνημόνευτες ερμηνείες στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Μωρέ άμα δεν το πει το twitter-x τζάμπα χτυπιέσαι άμοιρε καλλιτέχνη.

Πέρα όμως από το έντονο φαινόμενο της «παρελθοντολαγνείας» τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα (προ και κυρίως μετά-κόβιντ)  τα περισσότερα σήριαλ αποτελούν είτε «αντίγραφα» αλά ελληνικά ξένων σειρών ή αντίστοιχα πρωτότυπα μεν σενάρια, τα οποία όμως «ξεχειλώνουν» στην πορεία λόγω επιτυχίας και υψηλής θεαματικότητας, με αποτέλεσμα μία φροντισμένη και ποιοτική σειρά να καταλήγει σε χαμηλής ποιότητας καθημερινό σήριαλ…ελέω AGB.

Για να μην παρεξηγηθώ και πάλι, γνωρίζω πως στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό δεν οφείλεται στους σκηνοθέτες, πολλώ δε μάλλον στους ηθοποιούς, που καλούνται να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό έχοντας πάρει στα χέρια τους προχειρογραμμένα σενάρια, σε πολλές περιπτώσεις λίγες μόλις ώρες πριν το γύρισμα. Ο ηθοποιός δεν είναι ρομπότ, ούτε πατάει το κουμπί και βγαίνει η ερμηνεία έτοιμη, σα φωτοτυπία. Χρειάζεται χρόνο και τις κατάλληλες συνθήκες για να δουλέψει με τον εαυτό του και με το ρόλο. Ψιλά γράμματα θα μου πείτε.

Παρόλα αυτά και για να μην είμαι άδικη και αφοριστική είναι πολύ ευχάριστο να βλέπει κανείς, ότι μετά από μία εξαιρετικά δύσκολη οικονομικά – και όχι μόνο – περίοδο τα κανάλια, δημόσια και ιδιωτικά, επέλεξαν να επενδύσουν σε σειρές μυθοπλασίας. Πόσο μάλλον, όταν αυτό έτυχε και της ανταπόκρισης του κοινού που έφερε στις πρώτες θέσεις της τηλεθέασης ελληνικές σειρές με αξιόλογο καστ,  συστήνοντας στους τηλεθεατές νέα, φρέσκα πρόσωπα που ήδη διαπρέπουν στο θέατρο, ή κάνοντας ευρύτερα γνωστούς καταξιωμένους ηθοποιούς που απέκτησαν και την ανάλογη αναγνωρισιμότητα.

Τώρα θα μου πείτε μας μπέρδεψες κυρία μου. Τελικά ποια είναι η γνώμη σου για την ελληνική τηλεόραση επί των ημερών μας; Θετική ή αρνητική; Θα σας απαντήσω μετά από αρκετή σκέψη, ότι είναι θετική, κυρίως γιατί προσφέρει τη δυνατότητα εργασίας σε αξιόλογους ηθοποιούς, πολλούς από τους οποίους τυγχάνει να γνωρίζω προσωπικά, πιστεύοντας απόλυτα στο ταλέντο και την καλλιτεχνική τους αξία. Πέρα όμως απ’ όσα βλέπουμε εμείς στο γυαλί, για να βγει το όποιο αποτέλεσμα – καλό ή λιγότερο καλό – εργάζονται σκληρά και συχνά σε αντίξοες συνθήκες πολλοί ακόμα συντελεστές, εξίσου ταλαντούχοι και χαρισματικοί, των οποίων η συνεισφορά σπάνια αναγνωρίζεται.

Για ευνόητους λόγους και επειδή ο σκοπός του συγκεκριμένου κειμένου δεν είναι διαφημιστικός ή δυσφημιστικός αντίστοιχα, δεν θα αναφερθώ ονομαστικά σε σειρές που αυτήν τη στιγμή προβάλλονται στις μικρές μας οθόνες, φωτογραφίζοντας τη μία ή την άλλη ως δείγματα καλής και κακής τηλεόρασης. Αυτό άλλωστε είναι εντελώς υποκειμενικό, γιατί ως γνωστόν….τα σκουπίδια του ενός είναι ο θησαυρός του άλλου.