Κι ενώ τις επόμενες ημέρες αναμένεται να ανοίξουν τα περισσότερα θερινά σινεμά, έχοντας και σύμμαχο τον καλοκαιρινό καιρό, ακόμη επτά νέες ταινίες έρχονται να προστεθούν αυτή την εβδομάδα.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ταινίες από τη Γαλλία και το Βέλγιο, με το αισθηματικό δράμα «Πέρα από τη Θάλασσα», το σχολικό δράμα «Ο Καλός Καθηγητής» και τη νεανική κομεντί «Ο Πρώτος Έρωτας». Ακόμη προβάλλεται το θρίλερ τού, δυο φορές υποψήφιου για Όσκαρ φωτογραφίας, Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, «Όταν το Φως Πέφτει».
Πέρα από τη Θάλασσα
(“La Mer au Loin”) Αισθηματικό δράμα, γαλλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Σαΐντ Χαμίς Μπενλαρμπί, με τους Αγιούμπ Γκρετάα, Άννα Μουγκλαλίς, Γκρεγκουάρ Κολέν, Ομάρ Μπουλακίρμπα, Ριμ Φόλια, Κάρλο Μπραντ κα.
Ακόμη μία ταινία για τη μετανάστευση, αλλά με διαφορετική οπτική, με σημαντικό ρόλο να παίζει και ο έρωτας, που θα τροφοδοτήσει τους χαρακτήρες και θα λειάνει την κοινωνική ματιά της. Η ταινία του Γαλλομαροκινού σκηνοθέτη, που έκανε πρεμιέρα στο παράλληλο τμήμα του Φεστιβάλ Καννών, διαθέτει ελκυστικά χαρακτηριστικά, συνδυάζοντας ανάλαφρα, το ρομαντικό δράμα με την περιπέτεια της εξορίας, την αναζήτηση ταυτότητας, με τη δύναμη της θέλησης και την ελπίδα.
Χωρισμένο σε τρία κεφάλαια, το φιλμ εκτείνεται σε μία δεκαετία, εκείνη του όχι και τόσο μακρινού ’90, όταν η Ευρώπη έδειχνε μία ιδιαίτερη ευαισθησία στο ζήτημα της μετανάστευσης, όπως αποδείχθηκε όχι και τόσο για ανθρωπιστικούς λόγους.
Ακολουθώντας τον Νουρ, έναν αλγερινό εξόριστο, στο πρώτο κεφάλαιο τον βρίσκουμε στη Μασσαλία, μαζί με μία ξένοιαστη συμμορία παράνομων συμπατριωτών του, που ζουν με μικροκλοπές. Αφού η συμμορία διαλύεται και ο Νουρ μένει άστεγος, έρχεται και το δεύτερο κεφάλαιο, όταν μπαίνει στη ζωή του ο αστυνομικός που διέλυσε τη συμμορία, ο Σερζ, που τον φιλοξενεί απροσδόκητα στο σπίτι του, μαζί με τη σύζυγό του και τον γιο του. Μόνο που ο αστυνομικός έχει μία προτίμηση στο ίδιο φύλο, κάτι που υπομένει στωικά η σύζυγός του. Στο τρίτο κεφάλαιο, όταν έχουν έρθει κοντά ο Νουρ με τη σύζυγο του αστυνομικού, έρχεται και η υπαρξιακή αναζήτηση, που κρύβεται πέρα από τη θάλασσα.
Ο Χαμίς, αγαπά τους ήρωές του, παραμένει ακλόνητα ένας ουμανιστής και φτιάχνει μία ασυνήθιστη μινιατούρα ψηφιδωτού χαρακτήρων, προσεγγίζοντας το θέμα του με την κομψή και συναισθηματική φόρτιση ενός Τεσινέ και ιδίως, όταν διεισδύει στην πολυπλοκότητα των χαρακτήρων και των συναισθημάτων τους.
Τα τρία κεφάλαια της ταινίας, μπορεί να μην έχουν το ίδιο βάρος, αλλά κρατούν τον θεατή. Στο πρώτο και καλύτερο κεφάλαιο θυμίζοντας κάτι από τη μαγική ανεμελιά των «Βιτελόνι» του Φελίνι, με τη διαφορά ότι αντί να ακούμε τις μουσικές του Νίνο Ρότα, έχουμε τα ακούσματα από την αλγερινή μουσική, στο δεύτερο, μπαίνοντας στον ερωτισμό και στο τρίτο, το οποίο επιζητά τη συγκίνηση του θεατή, είναι αυτό της αυτογνωσίας του ήρωα.
Για τον Χαμίς η θάλασσα γίνεται ανοιχτός ορίζοντας και ελπίδα, αν και μερικές φορές δεν είναι πειστικός με τα όσα μεταφέρει με την κάμερά του στην οθόνη. Εκεί, όμως, έρχονται οι τρεις πρωταγωνιστές να καλύψουν κάθε αδυναμία, με τις δυνατές ερμηνείες τους. Ο Γκρετάα, στον ρόλο του εξόριστου, που θα καλύψει πλήρως τον απαιτητικό του χαρακτήρα, ο Κολέν, στον ρόλο του αστυνομικού, που θα αναμετρηθεί με τα άκρα στα οποία ζει και της Μουγκλαλίς, που υποδύεται τη σύζυγο και αποτελεί τη βάση για το ερωτικό τρίγωνο και την ελπίδα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο 27χρονος Νουρ έχει μεταναστεύσει παράνομα στη Μασσαλία. Με τους φίλους του ζει μια περιθωριακή αλλά και ευχάριστη ζωή. Ωστόσο, όταν γνωρίζει τον Σερζ, έναν χαρισματικό και απρόβλεπτο αστυνομικό, και τη σύζυγό του, Νοέμι, η ζωή του Νουρ ανατρέπεται.
Ο Καλός Καθηγητής
(“Pas de Vagues”) Δραματική ταινία, γαλλικής και βελγικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Τεντί Λουσί – Μοντέστ, με τους: Φρανσουά Σιβίλ, Σαέν Μπουμεντίν, Τοσκάν Ντικέν, Μαλορί Ουανέκ, Μπακαρί Κεμπέ, Έμα Μπουμαλί, Εστέβαν Μαρσενουάρ, Ζαουέντ Ατίκ κα.
Άλλη μια ταινία έρχεται να προστεθεί στο κύμα των ταινιών που διαδραματίζονται σε σχολεία, ένα θέμα που πάντα ενδιέφερε τους σκηνοθέτες, αλλά τελευταίως δείχνουν να τους συναρπάζει, καθώς έχει φουντώσει η βία των ανηλίκων, ενώ βγαίνουν στη δημοσιότητα και πολλά περιστατικά παρενόχλησης παιδιών από καθηγητές.
Εδώ, ο Μοντέστ, βασίζεται σε μία αληθινή ιστορία, που αφορούσε τον ίδιο, καθώς εκτός από συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, δούλεψε και ως καθηγητής σχολείου. Μόνο, που αυτή τη φορά, το θύμα δεν είναι ένας μαθητής ή μαθήτρια, αλλά ο ιδεαλιστής καλοπροαίρετος καθηγητής, ένας ευάλωτος άνθρωπος που θα βρει απέναντί του την κοινωνία, ενώ το αμήχανο εκπαιδευτικό σύστημα ενδιαφέρεται μόνο για το κουκούλωμα του ζητήματος.
Ένας νεαρός καθηγητής, ο Ζιλιέν, με μεγάλη έκπληξη, μαθαίνει ότι κατηγορείται για απόπειρα αποπλάνησης από μία μαθήτριά του. Από μια αρχική διάθεση ότι δεν είναι κάτι σοβαρό, λόγω και της ομοφυλοφιλικής του σχέσης, ο Ζιλιέν γίνεται σταδιακά όλο και πιο ανήσυχος, καθώς τον απειλεί και ο αδελφός της μαθήτριας. Η διεύθυνση του σχολείου τον στηρίζει με μισή καρδιά, ενώ ο αδελφός της μαθήτριας υποβάλλει καταγγελία στην αστυνομία. Οι συνάδελφοί του σύντομα τον εγκαταλείπουν, με δεδομένη και την κοινωνική κατακραυγή, ενώ ο Ζουλιέν, που ξανασκέφτεται το όραμά του για την εκπαίδευση, θα ακούσει από τον διευθυντή του σχολείου «κύριε Κέλερ, μην ταράζετε τα νερά».
Πηγαίνοντας κόντρα στη γενική πεποίθηση ότι οι μαθητές είναι τα θύματα, ο Μοντέστ διερευνά ένα σύνθετο πρόβλημα, με ηθικά ζητήματα, που μπορεί να αντιμετωπίσουν οι εκπαιδευτικοί στο σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα. Θέτει το επώδυνο ερώτημα πώς είναι δυνατό να διατηρήσει ένας δάσκαλος την εξουσία και τον σεβασμό σε μια τάξη εφήβων, σε ένα περιβάλλον όπου κάθε αλληλεπίδραση μπορεί να παρερμηνευτεί.
Η κάθοδος του ήρωα στην κόλαση, αναδεικνύει την αδυναμία του απέναντι σε ένα σύστημα που μοιάζει να συνθλίβει αυτούς που έπρεπε να προστατεύει, καθώς και οι συνάδελφοί του τον εγκαταλείπουν, ενώ οι προσωπικές του σχέσεις διαλύονται και το οικονομικό βάρος της υπεράσπισης του δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη ζωή του. Η ευαλωτότητα ενός ιδεαλιστή δασκάλου, από ένα εκπαιδευτικό σύστημα, που δεν ενδιαφέρεται να βελτιωθεί, να λύσει τα προβλήματα των σχέσεων μεταξύ μαθητών-δασκάλων και που αρκείται στη διατήρηση των «ήσυχων» λιμναζόντων νερών.
Η περιγραφή της καθημερινότητας ενός σχολείου πειστική, όπως και η ερμηνεία του Φρανσουά Σιβίλ, στον ρόλο του καθηγητή, σε μια ενδιαφέρουσα ταινία, περισσότερο για το θέμα της, παρά για την κινηματογραφική της αξία.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Ζουλιέν, ένας νεαρός δάσκαλος, κατηγορείται για σεξουαλική παρενόχληση από μια έφηβη της τάξης του. Καθώς αντιμετωπίζει αυξανόμενες πιέσεις από τον μεγαλύτερο αδελφό του κοριτσιού και τους συμμαθητές της, η κατάσταση ξεφεύγει: οι ισχυρισμοί εξαπλώνονται, ολόκληρο το σχολείο βρίσκεται σε αναταραχή και ο δάσκαλος πρέπει να παλέψει για να καθαρίσει το όνομά του.
Πρώτος Έρωτας
(“Young Hearts”) Δραματική κομεντί, βελγικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Άντονι Σάτεμαν, με τους Μάριους ντε Σέγκερ, Λου Χόζενς, Γιουλ Χόζενς, Σάαρ Ρόγκερς, Έμιλι ντε Ρου, Γκερτ Φαν Ράμπελμπεργκ κα.
Τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης και διερεύνησης του σεξουαλικού προσανατολισμού, σε αυτή την εγκάρδια νεανική και συνάμα ανάλαφρη αισθηματική δραματική κομεντί, από τον Βέλγο Άντονι Σάτεμαν, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, που απέσπασε ειδική μνεία στο Τμήμα Generation της Μπερλινάλε και το Μεγάλο Βραβείο των Σινεφίλ στις Κάννες.
Ο Σάτεμαν που σχεδίαζε την ταινία του από το 2019, βασίζεται σε προσωπικές του μνήμες, ξεφεύγοντας από την έντονη δραματικότητα και τα συνηθισμένα τραγικά γεγονότα ή τους χαρακτήρες που κουβαλούν τους προσωπικούς τους δαίμονες. Όσο πρέπει χαλαρός, θα φτιάξει μία ευαίσθητη σπουδή για την πρώτη αγάπη, την αποδοχή της ερωτικής ταυτότητας και τις ανθρώπινες σχέσεις, απευθυνόμενος στο ευρύ κοινό.
Ο 14χρονος Ελιάς γνωρίζει τον νέο του γείτονα, τον Αλεξάντερ, ένα αγόρι από τις Βρυξέλλες και οι δυο τους γίνονται γρήγορα φίλοι. Ο Αλεξάντερ ρωτάει τον Ελιάς αν έχει κοπέλα, ενώ αποκαλύπτει δίχως ενδοιασμό ότι στον ίδιο αρέσουν τα αγόρια. Ο Ελιάς απολαμβάνει να περνάει χρόνο με τον Αλεξάντερ, αλλά κρύβει τα συναισθήματά του. Γεμάτος φόβους για το πώς θα αντιδράσουν οι άνθρωποι γύρω του, βρίσκει τον εαυτό του μπλεγμένο σε έναν ιστό ψεμάτων, από τον οποίο δεν ξέρει πώς να ξεφύγει: η μόνη λύση είναι να απομακρυνθεί από τον Αλεξάντερ. Ο Ελιάς αισθάνεται τελείως μόνος. Ωστόσο, μετά από μια συζήτηση με τον παππού του, για το πόσο πολύ αγαπούσε τη σύζυγό του, συνειδητοποιεί ότι η αγάπη είναι υπερβολικά πολύτιμη για να την αφήσει να χαθεί.
Ο Σάτεμαν, χωρίς να κρύβει τη συμπάθειά του προς τους δυο ήρωές του, απευθύνεται κυρίως προς το νεανικό κοινό, με μία ιδιαίτερη λεπτότητα και ευαισθησία, έχοντας για στόρι ένα συναισθηματικό εφηβικό ειδύλλιο. Την ανακάλυψη της αγάπης ταυτόχρονα με την οικοδόμηση της σεξουαλικής ταυτότητας, των περίπλοκων σχέσεων, μεταξύ εφήβων, αλλά και οικογενειών, που όμως, πέρα από κάθε κοινωνικό στερεότυπο, βάζουν πάνω από όλα την αγάπη και τη χρησιμότητά της σε έναν κόσμο, που την έχει ανάγκη περισσότερο από οτιδήποτε.
Δημιουργώντας μία οικειότητα, ο Σάτεμαν, θα στήσει την ιστορία του μέσα σε ένα ειδυλλιακό επαρχιακό ξένοιαστο περιβάλλον, θα συνδέσει την εφηβική ανεμελιά και τις ζεστές εικόνες με το θέμα του, σαν ένα εφηβικό παιχνίδι, ενώ δεν λείπουν βέβαια και οι μελοδραματικές εξάρσεις, προσεγγίζοντας με αυτό τον τρόπο και το ευρύτερο κοινό, δημιουργώντας ένα νέο μοντέλο στην απεικόνιση των ομοφυλοφιλικών σχέσεων στη μεγάλη οθόνη.
Οι δυο πιτσιρικάδες πρωταγωνιστές δείχνουν μια ξεχωριστή ερμηνευτική ωριμότητα, ενώ σημαντική είναι η συμβολή και του υπόλοιπου καστ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο 14χρονος Ελίας γνωρίζει τον νέο γείτονά του από τις Βρυξέλλες και οι δυο τους γίνονται γρήγορα φίλοι. Ο Αλεξάντερ ρωτάει τον Ελιάς αν έχει κοπέλα, ενώ αποκαλύπτει δίχως ενδοιασμό ότι στον ίδιο αρέσουν τα αγόρια. Ο Ελιάς απολαμβάνει να περνάει χρόνο με τον Αλεξάντερ, αλλά κρύβει τα συναισθήματά του. Γεμάτος φόβους για το πώς θα αντιδράσουν οι άνθρωποι γύρω του, αποφασίζει να απομακρυνθεί απ’ αυτόν.
The Ugly Stepsister
(“Den Stygge Stesοsteren”) Ταινία τρόμου, νορβηγικής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Έμίλιε Μπλίχφελντ, με τους Λέα Μύρεν, Τέα Σόφιε Λοχ Νες, Άνε Νταλ Τορπ, Φλο Φάγκερλι, Ίσακ Καλμρόθ, Μάλτε Γκόρντινγκερ κα.
Το κλασικό παραμύθι της Σταχτοπούτας συναντά τον ζοφερό κόσμο των ακατόρθωτων προτύπων ομορφιάς, μέσα από μία σκοτεινή και αιματηρή ιστορία σωματικού ανείπωτου τρόμου, ψυχικού διεστραμμένου πόνου, ιδωμένη από την πλευρά της αντιπάλου της Σταχτοπούτας.
Ταυτόχρονα όμως στο ντεμπούτο της, η 30χρονη Νορβηγίδα σκηνοθέτιδα, βρίσκει την ευκαιρία για να ξεδιπλώσει μία κατάμαυρη σάτιρα, για τα στερεότυπα της ομορφιάς, της εικόνας στον καθρέφτη, φτάνοντας κυριολεχτικά το μαχαίρι στο κόκκαλο, με τις πρωτόγονες και αποκρουστικές εικόνες αισθητικής εκείνης της εποχής, αλλά και τις γενικευμένες πεποιθήσεις ενός υποκριτικού κύκλου ευγενών, προκαλώντας ορισμένες φορές ακατάσχετα – ίσως και νευρικά – γέλια.
Η Ελβίρα, προσπαθεί απεγνωσμένα να ανταγωνιστεί την εκθαμβωτική όμορφη θετή αδελφή της Αγνή, η οποία είναι μοχθηρή και κακότροπη. Σε ένα παραμυθένιο βασίλειο, όπου η ομορφιά είναι ίσως το μοναδικό ζητούμενο για μια κοπέλα, η Ελβίρα, που έχει στραβή μύτη, σιδεράκια στα δόντια και αρκετά κιλά παραπάνω από το αποδεχτό, είναι διατεθειμένη να κάνει τα πάντα για να τραβήξει το βλέμμα του πρίγκιπα. Από το σπάσιμο της μύτης και την επανατοποθέτησή της, μέχρι το ράψιμο ψεύτικων βλεφαρίδων στα μάτια και το κόψιμο των δαχτύλων στα πόδια! Μια αιματηρή ιστορία πόνου, λάσπης και χρυσόσκονης που χρειάζεται η Ελβίρα για να γίνει η βασίλισσα του χορού.
Η Μπλίχφελντ, έχοντας την ιδέα να επαναφέρει το πασίγνωστο παραμύθι από την πλευρά της μισητής αδελφής – αντιστρέφοντας ρόλους και χαρακτήρες, καθώς η αν μη τι άλλο αντιπαθητική είναι η Σταχτοπούτα, αναβαθμίζει με υπερβολική βαναυσότητα τον σωματικό τρόμο, για να προχωρήσει στο κοινωνικό της σχόλιο για τα στερεότυπα της ομορφιάς, τη γυναικεία εικόνα («ομορφιά σημαίνει πόνος!»), με τον καθρέφτη ναι είναι τα μάτια του άντρα, αλλά και στήνοντας επιτηδευμένα μια παγίδα στον θεατή, που ασυναίσθητα θέλει την επικράτηση της ηρωίδας έναντι της Σταχτοπούτας, ενώ αυτή βασανίζεται έξω από κάθε όριο για να το πετύχει.
Ξεφλουδίζοντας με ευχαρίστηση τις αφηγηματικές συνταγές και τα κλισέ του Ντίσνεϊ, η Μπλίχφελντ φτάνει στον πυρήνα του θέματός της, τη σάπια πεποίθηση για την ομορφιά, την κριτική της για τα «ιδανικά κορίτσια» στα μάτια των αντρών, ενώ σίγουρα υπερβάλει πέρα από κάθε όριο και κάθε αντοχή, στις σκηνές σωματικού πόνου, που πρέπει να υποστεί η ηρωίδα της, για να γίνει αρεστή.
Κατά τα άλλα, η ταινία συνδυάζει επαρκώς την μπαρόκ ατμόσφαιρα, με τα δουλεμένα σκηνικά, τα κοστούμια, τις περούκες και τα επιτηδευμένα χοντροκομμένα εφέ, τον τρόμο με την μαύρη κωμωδία και τη χαλαρότητα ενός μύθου με την εφιαλτική προσέγγιση της ομορφιάς, αν και ορισμένες φορές το σενάριο φαίνεται ανεπαρκώς ανεπτυγμένο, οδηγώντας σε παράλογες, ανεξήγητες ανατροπές στην πλοκή.
Στο άκρως ενδιαφέρον αν και υπερβολικά βίαιο, ξεπερνώντας κάποιες φορές τα όρια της διαστροφής, φιλμ, συνεισφέρουν τα μέγιστα οι Λέα Μύρεν και Τέα Σόφιε Λοχ Νες, ενώ το υπόλοιπο καστ δείχνει σε μεγάλο βαθμό να το γλεντάει.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Σε ένα παραμυθένιο βασίλειο όπου η ομορφιά είναι μεγάλη υπόθεση, η Ελβίρα είναι διατεθειμένη να κάνει τα πάντα για να τραβήξει το βλέμμα του Πρίγκιπα. Μία αιματηρή ιστορία πόνου, ιδρώτα, λάσπης της χρυσόσκονης.
Όταν το Φως Πέφτει
(“Light Falls”) Δραματικό θρίλερ, ελληνικής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, με τους Νίνι Νεμπιεριτζέ, Ελένσιο, Σίλβιο Γκόσκοβα, Γιούξιν Πλοβίστι, Γιούργκεν Μάρκου, Μάκη Παπαδημητρίου κα.
Μπορεί ο Φαίδων Παπαμιχαήλ να είναι ένας από τους καταξιωμένους διευθυντές φωτογραφίας στο Χόλιγουντ, έχοντας στην 35χρονη καριέρα του δυο υποψηφιότητες για Όσκαρ («Nebraska» και «Η δίκη των 7 του Σικάγου»), να έχει αναλάβει τη φωτογραφία σε περισσότερες από 50 ταινίες, ανάμεσα στις οποίες και οι τελευταίες επιτυχίες «Ford vs. Ferrari» και «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και ο Δίσκος του Πεπρωμένου», αλλά έχει ατυχήσει ως σκηνοθέτης στις τρεις προηγούμενες ταινίες που έχει γυρίσει. Μάλιστα, η προηγούμενη ταινία του «Lost Angeles», από το μακρινό 2012, δεν είχε βρει διανομή. Κάτι που κατάφερε με την τελευταία του ταινία, έστω και με καθυστέρηση δύο χρόνων.
Στην τέταρτη σκηνοθετική του απόπειρα, ένα σκοτεινό δραματικό θρίλερ, που θα ήθελε να είναι μια κριτική ματιά στη διαφορετικότητα και στο χάος που χωρίζει τον πρώτο με τον τρίτο κόσμο, είναι φανερό ότι ο πεπειραμένος διευθυντής φωτογραφίας πέφτει θύμα ενός αλλοπρόσαλλου σεναρίου, το οποίο υπογράφει ο συγγραφέας Σβεν Νταγκόνες.
Ένα νεαρό ζευγάρι γυναικών από το Λος Άντζελες περνάει τις διακοπές του σε ένα ελληνικό νησί, χαλαρώνοντας και απολαμβάνοντας την ηρεμία του. Όταν όμως αποφασίζουν να εξερευνήσουν ένα εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο, για να βγάλουν φωτογραφίες κι έχοντας ένα ατύχημα, οι δυο κοπέλες θα βρεθούν απέναντι σε τρεις παράνομους Αλβανούς, συγγενείς μεταξύ τους, που εργάζονται περιστασιακά στο νησί. Τότε ξεκινά και μια σύγκρουση δυο διαφορετικών κόσμων και θα ανοίξει ένας κύκλος αιματηρής βίας και εκδίκησης, αφού θα έχει προηγηθεί και ο βιασμός της μίας κοπέλας.
Ας ξεκινήσουμε από τα θετικά: Η ταινία διαθέτει ορισμένα πανέμορφα πλάνα και κάποιες υποβλητικές σκηνές, στηριγμένες στη δουλειά που έχει γίνει τόσο στη δεξιοτεχνική κίνηση της κάμερας, στις αντιθέσεις του φωτισμού, στο μοντάζ (Μαυροψαρίδης) και ειδικά το ηχητικό μοντάζ και φυσικά στη διεύθυνση φωτογραφίας, που κρατά ο ίδιος ο Παπαμιχαήλ.
Όμως, το σενάριο είναι καταστροφικό, καθώς είναι αρκετά απλοϊκό και συνθέτει ακραίους χαρακτήρες, προβάλλοντας στερεότυπα – οι Αμερικάνες τουρίστριες ευέξαπτες, αλαζονικές και εγωκεντρικές, οι παράνομοι μετανάστες παρορμητικοί, άγριοι, που δεν μπορούν να ελέγξουν τις ορμές τους και να λειτουργήσουν με τους ευρωπαϊκούς κανόνες συμπεριφοράς – και θα κατρακυλήσει ακόμη περισσότερο, καθώς όλοι και όλες φτάνουν στα όρια της καρικατούρας, με την εμφανή περιορισμένη ευφυΐα τους.
Η ευκαιρία, για να αναδειχθεί η διαφορετικότητα, η απόσταση που χωρίζει τις πλούσιες σύγχρονες Αμερικανίδες από τους μετανάστες και οι αιτίες γι’ αυτό, χάνεται και όλα εξελίσσονται ως μία βίαιη περιπέτεια, με λίγη σος από τρόμο και την πλοκή να εκτρέπεται σε διφορούμενα – που μπορούν να εκληφθούν και ως ρατσιστικά – μηνύματα.
Έτσι, για μία ακόμη φορά αποδεικνύεται ότι μια ταινία χωρίς σενάριο δεν πάει πουθενά και ειδικά όταν συνοδεύεται από μετριότατες ερμηνείες.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένα νεαρό ζευγάρι γυναικών από το Λος Άντζελες περνάει τις διακοπές του σε ένα ελληνικό νησί. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί, αποφασίζουν να εξερευνήσουν ένα εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο. Όμως, ένα ατύχημα και μια σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων δημιουργούν έναν κύκλο βίας και εκδίκησης.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Ομάδα Κρούσης Shadow Force
(“Shadow Force”) Δυο καλοί μαύροι ηθοποιοί, ο Γάλλος Ομάρ Σι («Άθικτοι») που πλέον κάνει καριέρα και στο Χόλιγουντ και η Κέρι Ουάσινγκτον («Django, Ο τιμωρός»), υπό τις οδηγίες του Τζο Κάρναχαν («The Grey»), ενός σκηνοθέτη που έχει εμπειρία στην περιπέτεια, αλλά έχει να μας παρουσιάσει κάτι αξιόλογο εδώ και καιρό, σε ένα αμερικάνικο κατασκοπικό θρίλερ του 2025.
Ένα αποξενωμένο ζευγάρι πρώην πρακτόρων που καταζητούνται πρέπει να κρυφτούν ή να αντιμετωπίσουν την απειλή μαζί με τον γιο τους, προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγουν τον πρώην εργοδότη τους, ο οποίος διευθύνει τη Shadow Force, μια ομάδα κατασκόπων που έχει σταλεί για να τους σκοτώσει.
Τυπικό δείγμα ενός θρίλερ δράσης, με τη σχετική του ίντριγκα, θεαματικές σκηνές καταδίωξης και μαχών, κάποιο χιούμορ και τις σφαίρες να πέφτουν βροχή, με ένα τετριμμένο σενάριο, για την αξία της οικογένειας, τη «μαύρη δύναμη» και άλλα ηθικοπλαστικά. Ένα φιλμ που προσφέρει κάποια διασκέδαση και βασίζεται στη χημεία του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, αλλά και στους Μαρκ Στρονγκ, Ντα’Βάιν Τζόι Ράντολφ, Μέθοντ Μαν κα.
Η Αρκουδοσυμμορία: Ταξίδι στο Χρόνο
(“Boonie Bears: Time Twist”) Καλόκαρδη παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων από την Κίνα, που αποτελεί τη δέκατη συνέχεια ενός κινηματογραφικού φραντσάιζ, με τεράστια εμπορική επιτυχία σε όλο τον κόσμο.
Ψηφιακό animation σκηνοθετημένο από τον Λιν Γιονγκτσάνγκ, που θέλει τον Βικ, έναν πρώην ξυλοκόπο, να νιώθει απογοητευμένος από τη ζωή του και του δίνεται η ευκαιρία από έναν τρελό επιστήμονα να ξαναζήσει τη ζωή του, αλλά και να κινδυνεύσουν οι δυο καλύτεροι φίλοι του, δυο καλοκάγαθοι αρκούδοι. Συμπαθητικό animation για τη φιλία, τη μοίρα και αυτά που έχουν πραγματικά αξία στη ζωή, μεταγλωττισμένο στα ελληνικά, με τις φωνές των Χρήστου Λαγκούση, Μυρτώ Ναούμ, Υρώ Μιχαλακάκου, Κώστα Τερζάκη κα.