Η επανεμφάνιση του κορυφαίου εν ζωή ηθοποιού, του Ντάνιελ Ντέι Λιούις, μετά την απόφασή του, πριν από μερικά χρόνια, να αποσυρθεί από την ενεργό δράση, για χάρη του σκηνοθετικού ντεμπούτο τού γιου του Ρόναν, με τη δραματική «Ανεμώνη», αποτελεί σίγουρα το γεγονός αυτής της εβδομάδας.

Ωστόσο, η ταινία που ξεχωρίζει, ανάμεσα στις εφτά πρεμιέρες της εβδομάδας, είναι η μαύρη κωμική σάτιρα, του Κορεάτη Παρκ Τσαν-γουκ, «Καμιά Άλλη Επιλογή», ενώ δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο και το ιστορικό δράμα «Νυρεμβέργη», με Ράσελ Κρόου και Ράμι Μάλεκ.

Ανεμώνη

(«Anemone») Δραματική ταινία, βρετανικής και αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Ρόναν Ντέι Λιούις, με τους Ντάνιελ Ντέι Λιούις, Σον Μπιν, Σαμάνθα Μόρτον, Σάμιουελ Μπότομλι κα.

Η επιστροφή του Ντάνιελ Ντέι Λιούις, του σπουδαιότερου ηθοποιού εν ζωή, κατόχου τριών Όσκαρ και το βασικότερο, πρωταγωνιστή μόνο σε διαλεχτές ταινίες – δύσκολα θα βρει κάποιος αδιάφορο ή μέτριο φιλμ στην καριέρα του Ιρλανδού ηθοποιού – θα μπορούσε εύκολα να είναι το γεγονός της χρονιάς στον παγκόσμιο κινηματογράφο.

Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, ως στοργικός πατέρας, θα δεχθεί να ξαναμπεί στα πλατό χάρις του 27χρονου γιου του Ρόναν, στην πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια, για μια ταινία, που έχει να κάνει κατά βάση για τη σχέση ενός γιου με τον αποξενωμένο πατέρα του, έναν ερημίτη, που ζει με τις ενοχές και τους δαίμονές του.

Συνυπογράφοντας το σενάριο, πιθανώς βρίσκοντας και τα κεφάλαια για την ταινία, μόνο και μόνο με την πρωταγωνιστική του παρουσία, ο Ντέι Λιούις, θα κάνει μία μεγάλη θυσία για το γιο του. Με την εμπειρία του και την αυστηρή επιλογή των ρόλων του και της συμμετοχής του σε, αν μη τι άλλο, αξιοσημείωτες παραγωγές, είναι αδιανόητο να μην καταλάβε ότι θα έμπαινε σε μία περιπέτεια, ένα φιλμ με αρκετές αδυναμίες, που θα δεχόταν επικρίσεις, κάτι άγνωστο για τον ίδιο στη μακρά κινηματογραφική του πορεία. Αλλά έτσι είναι οι καλοί πατεράδες, γίνονται θυσία για τα παιδιά τους.

Η Ανεμώνη, όπως τιτλοφορείται το φιλμ, είναι ένα λουλούδι που κλείνει τα πέταλά του μπροστά στην καταιγίδα. Έτσι είναι και ο Ρέι, ένας στρυφνός μεσήλικας, ένας μοναχικός λύκος, πρώην στρατιώτης, που επέλεξε, έπειτα από ένα οδυνηρό τραυματικό περιστατικό, να ζει απομονωμένος για 20 χρόνια σε ένα καλύβι στα δάση της Βόρειας Ιρλανδίας, αφήνοντας πίσω σύζυγο και παιδί. Ο αδελφός του Τζεμ, βλέποντας την προβληματική συμπεριφορά του γιου τού Ρέι, Μπράιαν, που βιώνει την απώλεια του πατέρα και την οργή για την εξαφάνισή του, θα τον επισκεφθεί στο καλύβι του, για να τον πείσει να έρθει κοντά στο γιό και τη γυναίκα του. Τα δυο αδέλφια, δυο άνδρες ψημένοι στα δύσκολα, θα έρθουν αντιμέτωποι με το παρελθόν, τις ενοχές και τον θυμό του Ρέι, για τα όσα συνέβησαν πριν από 20 χρόνια και την αγωνία του Τζεμ, να τον ηρεμήσει και να τον φέρει κοντά στην οικογένειά του, που τον έχει ανάγκη. Οι πληγές των ψυχικών τραυμάτων του παρελθόντος ανοίγουν και όλα δείχνουν ότι είναι δύσκολο ο Ρέι να επιστρέψει στη ζωή της οικογένειάς του.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του υιού Ντέι Λιούις έχει το ενδιαφέρον του, παρά την αδικαιολόγητα μακρά διάρκεια της ταινίας, καθώς το σενάριο χωρούσε και σε ένα φιλμ πολύ μικρότερης διάρκειας, έχει χαρακτήρες, έχει διακύβευμα, έχει ιδέες, διαθέτει ένταση και συναισθηματικό βάρος, ορισμένες φορές υπερβολικά – και διαθέτει μία γκρίζα σκοτεινή, απαισιόδοξη ατμόσφαιρα, αλλά όλα «φωνάζουν» ότι πρόκειται για ένα πρωτόλειο, ένα φιλμ με αρκετές και χτυπητές αδυναμίες. Κακά τα ψέματα, αλλά αν ο σκηνοθέτης της ίδιας ταινίας δεν είχε ένα θρυλικό όνομα και δεν έπαιζε ο μέγας Ντάνιελ Ντέι Λιούις, αν εξασφάλιζε διανομή θα ήταν ακόμη ένα σκηνοθετικό ντεμπούτο, που μπορεί να πέρναγε αδιάφορο σε μεταμεσονύχτιες προβολές.

Ο Σον Μπιν και η Σαμάνθα Μόρτον είναι έξοχοι, αλλά πραγματικά αξίζει να δει κάποιος την ταινία μόνο και μόνο για το ρεσιτάλ ερμηνείας του Ντάνιελ Ντέι Λιούις, που παραπέμποντας στον αξιομνημόνευτο ρόλο του στο αριστουργηματικό «Θα Χυθεί Αίμα» του Πολ Τόμας Άντερσον, μαγνητίζει τις αισθήσεις και υπενθυμίζει τι σημαίνει μεγάλος ηθοποιός. Και μόνο η σκηνή που ο Ντέι Λιούις τρέχει στην αγριεμένη παραλία, είναι ένας λόγος για να δεις την ταινία.

Αλλά τι να λέμε, για έναν ηθοποιό, που αρκεί να του δώσεις να διαβάσει τον τηλεφωνικό κατάλογο και να εξασφαλίσεις την επιτυχία! Το πρόβλημα με τον Ρόναν Ντέι Λιούις είναι ότι επεκτάθηκε περισσότερο απ’ αυτό. Ίσως στις επόμενες σκηνοθετικές του προσπάθειες, έστω και χωρίς τον μονάκριβο πατέρα του, να δείξει την αξία του.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας μεσήλικας ταξιδεύει στο δάσος για να συναντήσει τον ερημίτη αδερφό του, με τον οποίο παραμένουν χρόνια αποξενωμένοι. Το μυστηριώδες και πολύπλοκο παρελθόν τους έρχεται στην επιφάνεια.

Καμία Άλλη Επιλογή

(«No Other Choice») Σατιρική κωμωδία, νοτιοκορεάτικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Παρκ Τσαν-γουκ, με τους Λι Μπιόνγκ-χον, Σον Γιε-τζιν, Λι Σανγκ-μιν, Τσα Σουνγκ-γον κα.

Απολαυστική αιματοβαμμένη, ξεκαρδιστική, κατάμαυρη κωμική σάτιρα, από τον στυλίστα Κορεάτη σκηνοθέτη Παρκ Τσαν – γουκ, που διαβάζει με τη δική του σαρκαστική ματιά, το μπεστ σέλερ του Ντοναλντ Ε. Γουέστλεϊκ «Το τσεκούρι», το οποίο είχε διασκευάσει, πριν 20 χρόνια στην ομώνυμη μαύρη κωμωδία του, ο Κώστας Γαβράς.

Τελειομανής με την εικόνα, ο Τσαν – γουκ, έχει καταξιωθεί με τις περίπλοκες οπτικά ταινίες του, τις περίτεχνες κινήσεις της κάμερας, την γρήγορη αφήγησή του, δημιουργώντας το δικό του κινηματογραφικό σύμπαν, ελκυστικό για το κοινό και ιδιαίτερα το νεότερο.

Με την τελευταία του ταινία, ο Παρκ Τσαν – γουκ («Old Boy», Απόφαση Φυγής», «Υπηρέτριες»), θα κερδίσει το χειροκρότημα και τις εντυπώσεις, στο φεστιβάλ της Βενετίας, παραδίδοντας μία αιχμηρή, σαν ξυράφι, σάτιρα, για τον καπιταλισμό και την ανθρωποφαγία του.

Ο Μανσού, φαίνεται ότι τα έχει όλα στη ζωή του. Την τέλεια οικογένεια, με την όμορφη και γεμάτη κατανόηση σύζυγο, τον πειθαρχημένο έφηβο γιο, τη χαρισματική στη μουσική μικρή κόρη και το πολυτελές άνετο σπίτι, με τον μεγάλο κήπο για τα κυριακάτικα μπάρμπεκιου. Όμως, μετά από 25 χρόνια εργασίας ως εργοδηγός, σε μια βιομηχανία παραγωγής χαρτιού, η συγχώνευσή της με αμερικάνικα συμφέροντα, απαιτεί απολύσεις και ο Μανσού ξαφνικά χάνει τη δουλειά του. Τα άσχημα νέα θολώνουν την τέλεια εικόνα της οικογένειας, η γυναίκα βρίσκει λύσεις, με περικοπές εξόδων, ενώ ο Μανσού νιώθει ανήμπορος να φροντίσει τους δικούς του. Όταν αρχίζει να τρώει αρνήσεις από άλλες αντίστοιχες επιχειρήσεις, καθώς ο ανταγωνισμός έχει ξεφύγει από κάθε όριο, τότε θα του έρθει μία ζοφερή ιδέα, στο κλονισμένο του μυαλό: Να εξοντώσει τους υποψήφιους που έχει απέναντί του ως υποψήφιους για μια θέση εργασίας.

Για πρώτη φορά, ο Παρκ Τσαν – γουν, θα μπει στον πειρασμό να αναμετρηθεί με μία γνήσια μαύρη κωμωδία, βάζοντας στο στόχαστρό του τον καπιταλισμό και τις ακραίες εκφάνσεις του, με σύμμαχο και την επιδείνωση της κατάστασης σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, ενώ ταυτόχρονα εξαπολύει και τις επικρίσεις του προς το εσωτερικό της χώρας του και της βαθιάς συντηρητικής κοινωνίας, που συνεχίζει να λειτουργεί, εθελόδουλα, προς όφελος των ισχυρών.

Έχοντας ένα ιδιαιτέρως καλογραμμένο σενάριο, μία μελετημένη πλοκή και τη βοήθεια ενός εξαιρετικού διευθυντή φωτογραφίας, του Κιμ Γου – χιανγκ, ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα οξυδερκές, στοχαστικά απαισιόδοξο και συγχρόνως ξεκαρδιστικό φιλμ, υιοθετώντας μία σλάπστικ φόρμα, που παρά τη σχετική φλυαρία του δεύτερου μέρους, στο τέλος, με ένα αναπάντεχα υπέροχο φινάλε, απογειώνει το αποτέλεσμα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Μαν – σου, που έχει την τέλεια οικογένεια και το ιδανικό σπίτι, χάνει τη δουλειά του έπειτα από 25 χρόνια σε μία χαρτοβιομηχανία, που κάνει περικοπές και δεν μπορεί να βρει δουλειά. Συντετριμμένος, θα σκεφτεί τότε να εξολοθρεύσει τους ανταγωνιστές του για μια καλή θέση εργασίας.

Νυρεμβέργη

(«Nuremberg») Ιστορικό δράμα εποχής, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Τζέιμς Βάντερμπιλτ, με τους Ράσελ Κρόου, Ράμι Μάλεκ, Μάικλ Σάνον, Τζον Σλάτερι, Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ, Κόλιν Χανκς κα.

Η Νυρεμβέργη, θα ήταν απλώς ακόμη μία μεγάλη πόλη της Γερμανίας, απ’ αυτές που γνωρίζουν όσοι αγαπούν τη γεωγραφία και τους χάρτες, αν δεν είχε πραγματοποιηθεί η ιστορική δίκη 22 κορυφαίων στελεχών του ναζιστικού κόμματος, το 1945, λίγους μήνες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως, η αλήθεια είναι ότι η Νυρεμβέργη, θα καταστεί κάτι περισσότερο από μία συνηθισμένη γερμανική πόλη και ως μία δυνατή υπενθύμιση για τα δεινά του ναζισμού, όταν 15 χρόνια μετά θα μεταφέρει υποδειγματικά τη δίκη στη μεγάλη οθόνη ο ικανότατος Στάνλεϊ Κρέιμερ, έχοντας στη διάθεσή του ίσως το πιο ακαταμάχητο καστ σε ταινία, με τους Σπένσερ Τρέισι, Μαξιμίλιαν Σελ, Μπαρτ Λάνκαστερ, Μάρλεν Ντίντριχ, Μοντγκόμερι Κλιφτ, Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ και τη σπαρακτική – όσο ποτέ – Τζούντι Γκάρλαντ.

Έτσι, ο σκηνοθέτης – και σεναριογράφος του «Zodiac» – Τζέιμς Βάντερμπιλτ, θα στηριχθεί περισσότερο στη δικαιολογημένη φήμη της εμβληματικής ταινίας του Κρέιμερ, για το επικό ιστορικό δράμα του, απ’ ό,τι στο βιβλίο «Ο Ναζί και ο ψυχίατρος» του Τζακ Ελ Χάι, που διασκεύασε. Και αυτό, γιατί μπορεί το στόρι του να είναι διαφορετικό από την ταινία του 1961, καθώς επικεντρώνεται στη σχέση ανάμεσα στον Γκέρινγκ και τον ψυχίατρο Ντάγκλας Μ. Κέλι, ο οποίος είχε αναλάβει να εκτιμήσει τη διανοητική επάρκεια των κατηγορουμένων πριν τη δίκη, αλλά τελικά προσπαθεί να κλέψει εντυπώσεις, παραπέμποντας στο παλαιομοδίτικο χολιγουντιανό θέαμα.

Λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μία κατεστραμμένη Γερμανία, ένας Αμερικάνος ψυχίατρος πρέπει να καθορίσει αν οι ναζί κρατούμενοι είναι σε θέση να δικαστούν για εγκλήματα πολέμου. Η εξέταση του Χέρμαν Γκέρινγκ, δεξί χέρι του Χίτλερ και διάδοχός του στην ηγεσία των ναζί, θα εξελιχθεί σε μία περίπλοκη διανοητική και ηθική μάχη. Ο νάρκισσος Γερμανός ανώτατος αξιωματούχος θα φέρει την αναμέτρησή τους σε ένα παιχνίδι εξουσίας, που γνωρίζει πολύ καλά, ενώ δείχνει αμετανόητος και πιστεύει πως είναι και ηθικά ανώτερος.

Το χορταστικό φιλμ, που έχει το αξιοσημείωτο ενδιαφέρον του και βεβαίως αρκετά καλές ερμηνείες τόσο από τον Ράσελ Κρόου, (μετά από πολλά χρόνια), όσο και από τους Ρέμι Μάλεκ, Μάικλ Σάνον και τα υπόλοιπα μέλη του ευπρόσωπου καστ, χωρίζεται σε δυο βασικά σκηνικά, όπου διαδραματίζεται η ιστορία: Στην επιβλητική όσο και στερεοτυπική δικαστική αίθουσα και κυρίως στο κελί κράτησης του Γκέρινγκ, όπου διεξάγεται η φανερά επιτηδευμένη αναμέτρηση δύο καιροσκόπων μεγαλομανών αντρών, παγιδευμένων στην τέχνη του θεάματος. Και βεβαίως με το θέαμα να επικρατεί έναντι της σοβαρότητας εκείνων των καθοριστικών στιγμών και τη διερεύνηση της ιστορίας.

Ο Βάντερμπιλτ, εν αντιθέσει με τον Κρέιμερ, δείχνει άτολμος να μπει στα βαθιά και να μιλήσει με τόλμη για τις αιτίες της γέννησης του ναζισμού και των εγκλημάτων του και θα εστιάσει, σχεδόν επιφανειακά με ατάκες εντυπωσιασμού, στους δυο πρωταγωνιστές, αφήνοντας για το τέλος το συμπέρασμα ότι «ο ναζισμός γεννιέται όταν οι άνθρωποι αδιαφορούν» και την αλληγορία για τη σημερινή Αμερική, βάζοντας τον Γκέρινγκ να επαναλαμβάνει συνεχώς το γνωστό σύνθημα ότι «ο Χίτλερ μας έκανε να νιώσουμε ξανά Γερμανοί».

Ακόμη και η ιδιαιτέρως καλή ιδέα του, να δείξει, κατά τη διάρκεια της δίκης, σοκαριστικές εικόνες από στρατόπεδα συγκέντρωσης, με σκελετωμένα, ακρωτηριασμένα και σε αποσύνθεση σώματα, χρησιμοποιώντας αληθινά πλάνα της εποχής, αυτό γυρίζει μπούμερανγκ, στο φιλμ, καθώς αυτή η σοβαρότητα των ιστορικών τεκμηρίων έρχεται να υπογραμμίσει την επιδερμική επιτήδευση και την ψυχαγωγική διάθεση με την οποία προσέγγισε ο Βάντερμπιλτ την ιστορία της Νυρεμβέργης.

ΜΕΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στη μεταπολεμική Γερμανία, ένας Αμερικανός ψυχίατρος πρέπει να καθορίσει αν οι Ναζί κρατούμενοι είναι σε θέση να δικαστούν για εγκλήματα πολέμου και βρίσκεται αντιμέτωπος με μια περίπλοκη διανοητική και ηθική μάχη με τον Χέρμαν Γκέρινγκ, το δεξί χέρι του Χίτλερ.

Ο Άτρωτος

(«The Running Man») Περιπέτεια φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Έντγκαρ Ράιτ, με τους Γκλεν Πάουελ, Τζος Μπρόλιν, Κόλμαν Ντομίνγκο, Μάικλ Σέρα, Γουίλιαμ Χ. Μέισι, Κέιτι Ο Μπράιαν κα.

Ένα μέτριο φιλμ, από το μακρινό 1987 και την ομώνυμη περιπέτεια με τον Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ, μεταφέρεται ξανά στη μεγάλη οθόνη και σαφώς καλύτερα από το πρωτότυπο.

Η δεύτερη μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του Στίβεν Κινγκ, αυτή τη φορά είναι αρκετά πιο διασκεδαστική, το θέμα της, εκείνο της εμμονής του κόσμου στο τηλεοπτικό θέαμα, στα ριάλιτι σόου και το αίμα, είναι σαφώς πιο αποτελεσματικό, ενώ έχει και για πρωταγωνιστή έναν ηθοποιό, τον Γκλεν Πάουελ, που ταιριάζει καλύτερα στον ρόλο του ήρωα, κατανοώντας και τις χιουμοριστικές πινελιές του σεναρίου και του χαρακτήρα του.

Σε μια μελλοντική κοινωνία, «Ο Άτρωτος», είναι ένα τηλεοπτικό σόου με την υψηλότερη τηλεθέαση. Οι διαγωνιζόμενοι πρέπει να επιβιώσουν για 30 μέρες, ενώ τους κυνηγούν επαγγελματίες δολοφόνοι και όλα αυτά μεταδίδονται ζωντανά, σε ένα αιμοδιψές κοινό. Απεγνωσμένος να σώσει την άρρωστη κόρη του, ο εργάτης Μπεν Ρίτσαρντς πείθεται, από τον γοητευτικό και αδίστακτο παραγωγό της εκπομπής, να συμμετάσχει στο παιχνίδι. Το θράσος, το ένστικτο επιβίωσης και η τόλμη του, τον μετατρέπουν σε είδωλο του κοινού και ενώ η τηλεθέαση εκτοξεύεται στα ύψη. Ο Μπεν, που βρίσκεται κοντά στη χρυσή αμοιβή, θα πρέπει, όμως, να αντιμετωπίσει και ένα σύστημα που κινδυνεύει να χάσει τα προνόμιά του αλλά και ένα έθνος που έχει εθιστεί να βλέπει τον διαγωνιζόμενο να αποτυγχάνει.

Μπορεί το νόημα, για τον εθισμό των ανθρώπων στο τηλεοπτικό θέαμα, που λειτουργεί παρηγορητικά στη μίζερη ζωή τους (εκατομμύρια άνθρωποι συνωστίζονται στα συσσίτια) και η γραμμή μεταξύ θεάματος και βαρβαρότητας να είναι ιδιαιτέρως εμφανής και σχεδόν όλα να μοιάζουν επιφανειακά, αλλά το φιλμ του άνισου Έντγκαρ Ράιτ, που εδώ βρίσκει τη φόρμα του, βλέπεται ευχάριστα ως χαρακτηριστικό δείγμα πετυχημένου ψυχαγωγικού σινεμά.

Η σάτιρα για την τηλεόραση και τον κόσμο του θεάματος και κριτική μιας κοινωνίας που είναι εύκολη στη χειραγώγηση, μπορεί να μην φτάνουν στον επιθυμητό στόχο, αλλά ο καταιγιστικός ρυθμός της δράσης, ορισμένες ατάκες και το σασπένς, δίνουν την απάντηση για δυο ώρες ψυχαγωγίας.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… «Ο Άτρωτος», ένα τηλεοπτικό σόου, με την υψηλότερη τηλεθέαση, είναι ένα αιματηρό σόου όπου οι διαγωνιζόμενοι πρέπει να επιβιώσουν για 30 μέρες ενώ τους κυνηγούν επαγγελματίες δολοφόνοι. Ένας εργάτης, που θα μπει στο σόου, για να σώσει την άρρωστη κόρη του, θα καταστεί είδωλο, καταφέρνοντας να αποφύγει τους δολοφόνους.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

The Exit 8

(«8-ban Deguchi») Ιαπωνικό, υπερβολικά ασφυκτικό, θρίλερ, βασισμένο στο ομότιτλο video game, που εξελίσσεται σε έναν αδιέξοδο διάδρομο, σε σκηνοθεσία από τον συγγραφέα Γκένκι Καουαμούρα.

Η ταινία, που έχει στιγμές αυθεντικού τρόμου, θέλει ένα νεαρό άνδρα που έχει παγιδευτεί σε έναν ατελείωτο διάδρομο του μετρό στο Τόκιο, να ξεκινά να βρει την έξοδο, ακολουθώντας κανόνες, που του δυσκολεύουν τη ζωή, ίσως και την ίδια τη ζωή του. Με τον Καζουνάρι Νινομίγια, που είχαμε δει και στο φιλμ του Κλιντ Ίστγουντ «Γράμματα από το Ίβο Τζίμα».

Λο

Ελληνικό ντοκιμαντέρ του Θανάση Βασιλείου. «Λο» στα ηπειρώτικα σημαίνει «σώπα». Αυτή η προστακτική της σιωπής διαπερνά το φιλμ του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, ένα προσωπικό ημερολόγιο, που εκκινεί από τη δική του οικογένεια για να απλωθεί στη σύγχρονη ιστορία της χώρας.

Γεγονότα, που σημάδεψαν την οικογένειά του και τη χώρα, παραποιημένα από τον χρόνο και τη σιωπή. Μία προσωπική εξομολόγηση με πολιτική χροιά – η χούντα, ο Παναγούλης, τα βουβά αγάλματα της Αθήνας και οι ιστορίες τους – και συγκινητική ματιά ενός σκηνοθέτη, που αφήνει υποσχέσεις και σίγουρα θέλει να σπάσει αυτή τη σιωπή, σε μια ευγενική προσπάθεια να μιλήσει για τις πληγές που δύσκολα θα κλείσουν.

Δεσποινίς Μόξι: Η Οδύσσεια μιας Γάτας

(«Miss Moxy») Παιδική, για την ακρίβεια νηπιακή, ταινία κινουμένων σχεδίων, ολλανδικοβελγικής παραγωγής 2025, για τις περιπέτειες μιας γατούλας, που χάθηκε στη Γαλλία και επέστρεψε στο σπίτι της, στην… Ολλανδία.

Το φιλμ, των Φίνσεντ Μπαλ και Βιπ Φερνόι, προβάλλεται μεταγλωττισμένο στα ελληνικά.