Ο Γιώργος Χελάκης γράφει για την αδυναμία της κυβέρνησης να πετάξει από πάνω της τις πολιτικές συνέπειες του εγκλήματος στα Τέμπη

Η κυβέρνηση ήρθε σε δύσκολη θέση από τις εξελίξεις στην τραγωδία των Τεμπών και την συζήτηση στη Βουλή. Μέσα στο πανικό της κατέφυγε, ανάμεσα σε άλλα, σε ένα πρόχειρο επιχείρημα. Ότι υπήρξε προσυνεννόηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης για την πρόταση δυσπιστίας. Λες και η όποια συνεργασία των κομμάτων της Αντιπολίτευσης που μπορεί να έγινε πριν τις αποκαλύψεις του ΒΗΜΑΤΟΣ, απαγορευόταν! Με τόσες παραβιάσεις του κράτους δικαίου, με το Ευρωκοινοβούλιο σε κριτική, με την ξεφτίλα με τα e mails, με τις οικογένειες των θυμάτων στα κάγκελα, με την διογκούμενη δυσφορία των πολιτών για συγκάλυψη που ακριβώς συνιστά πρόβλημα ότι μπορεί να αναζήτησε η αντιπολίτευση ένα κοινό βηματισμό; Θα ζητούν οι παράγοντες της αντιπολίτευσης την άδεια του Μάκη Βορίδη για να συνομιλούν μεταξύ τους; Μπορεί η πρόταση δυσπιστίας να μην υπερψηφίστηκε (όπως ήταν αναμενόμενο) αλλά από πολιτικής σκοπιάς στέφθηκε από επιτυχία.

Για πρώτη φορά κατά τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη η «προοδευτική αντιπολίτευση» συνεργάστηκε και μπόρεσε να δημιουργήσει ένα μείζον πολιτικό γεγονός. Με την πρόταση κρατιέται ψηλά στην κεντρική πολιτική ατζέντα το κατεξοχήν θέμα που η κυβέρνηση θέλει με κάθε τρόπο να εξαφανίσει: το έγκλημα των Τεμπών. Τα Τέμπη δεν είναι απλώς ανοιχτή πληγή για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αποτελούν μια διαρκή διάψευση των δύο πυλώνων του πολιτικού αφηγήματός της: τη συνετή τεχνοκρατική διοίκηση και το σεβασμό στους κανόνες του κράτους δικαίου. Πλέον έγινε σαφές ότι τα Τέμπη δεν πρόκειται να κλείσουν ως κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Γιατί ο πρωθυπουργός δεν βγήκε στη Βουλή να πει «καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται» ζητώντας ο ίδιος να προχωρήσει η διερεύνηση σε κάθε επίπεδο, ώστε να δοθούν απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα, που εξακολουθούν να μένουν αναπάντητα και να ξεπεραστεί η σκιά που ρίχνουν όλα εκείνα τα βήματα που επιλέχθηκαν και οι πράξεις που εκ των πραγμάτων σήμαιναν ότι στοιχεία καταστράφηκαν ή δεν αναζητήθηκαν.

Σε ορισμένες στιγμές ο πρωθυπουργός επέλεξε έναν δρόμο διαστρέβλωσης ακόμη και της ίδιας της πραγματικότητας. Από την αποστροφή ότι το 88% των ευρωπαϊκών τρένων κινούνται περίπου με απουσία προηγμένων συστημάτων ασφαλείας, έως την τοποθέτηση που ξεκίνησε με την παραδοχή ότι εάν είχε ολοκληρωθεί η σύμβαση 717 πιθανώς να μην είχε γίνει το δυστύχημα για να καταλήξει στον μνημειώδη σε παραλογισμό και κυνισμό ισχυρισμό ότι εφόσον θα έπρεπε να είναι ολοκληρωμένη από το 2016, η δική του κυβέρνηση απαλλάσσεται της ευθύνης που δεν την είχε ολοκληρώσει το 2023. Στην τριήμερη συζήτηση η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να δώσει πειστικές απατήσεις στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης για συγκάλυψη των ευθυνών του εγκλήματος. Την ώρα που το προσπαθούσε στη Βουλή αναγκαζόταν να οδηγήσει σε παραίτηση δυο υπουργούς και στενούς συνεργάτες του. Τραγική ειρωνεία. Συνέβη αυτό ενώ οι δικοί του υπουργοί βρέθηκαν στη δεξίωση του επιχειρηματία που υποτίθεται ότι «καθοδήγησε» το ΠΑΟΚ στην κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας!

Στην ομιλία του στη Βουλή ο κ. πρωθυπουργός καταγγέλλει τα «παράκεντρα». «Δεν συγκυβερνώ με κανένα παράκεντρο» είπε στη Βουλή και ξαναείπε στο υπουργικό συμβούλιο. Αλλά ποια είναι τα «παράκεντρα», που απειλούν τον ίδιο και τη «δημοκρατία», δεν είπε. Μόνο υπονοούμενα άφησε και αόριστες περιγραφές. Κι όμως όφειλε, εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, να καταγγείλει αυτόν ή αυτούς που απειλεί κατά την γνώμη του τους δημοκρατικούς θεσμούς και την κυβέρνηση. Αλλά δεν είναι εύκολο να αποκαλύψεις τα «παράκεντρα», όταν μάλιστα πριν, είχες δεχτεί την αμέριστη στήριξή τους, όταν δηλαδή «σε κρατάνε»…

Ακόμα χειρότερο για τη Νέα Δημοκρατία είναι ότι πήρε πάνω της τον Καραμανλή. Ο Καραμανλής αμετανόητος κληρονόμος της εξουσίας που θεωρεί ότι μας έκανε μεγάλη χάρη με την παραίτησή του. Το ότι αυτή η ομιλία καταχειροκροτήθηκε από την ΚΟ της ΝΔ θα αποτελεί σταθερά σοβαρό επιχείρημα εναντίον της κυβέρνησης τα επόμενα χρόνια. Κάτι ανάλογο θα συμβαίνει με τα «μπάζα» του Φλωρίδη. Είναι πρώτη φορά που το «σύστημα Μητσοτάκη» εξέπεμψε μια εικόνα ανασφάλειας και χαμηλού συντονισμού. Να μην ξεχνάμε ότι τίποτα δεν θα είχε γίνει αν οι συγγενείς των θυμάτων δεν επέμεναν στη διεκδίκηση του δίκιου τους κόντρα στη λογική του «αυτά κρίθηκαν στις εκλογές», και αν δεν υπήρχαν εκατομμύρια πολίτες που στηρίζουν αυτόν τον αγώνα”. Στην Ευρώπη έχουν καταλάβει ότι η κυβέρνηση έχει υποβαθμίσει τους δημοκρατικούς κανόνες. Τώρα είναι ώρα να αφυπνιστεί η κοινωνία των πολιτών, ο ελληνικός λαός από το λήθαργο που με περίτεχνο τρόπο τον έχουν οδηγήσει τα μέχρι σήμερα ελεγχόμενα ΜΜΕ.