Ο Χρήστος Νομικός υπογράφει ένα άκρως ενδιαφέρον αφιέρωμα για τον πιο δημοφιλή ελληνικό χορό, το ζεϊμπέκικο, που συνδέεται βαθιά με τις ρίζες της ελληνικής παράδοσης, αλλά και τη σύγχρονη πραγματικότητα
Όλοι μας έχουμε χορέψει (ή θαυμάσαμε κάποιον ή κάποια) να χορεύει «μια ζεϊμπεκιά».
Η δική μου ανάγκη για το συγκεκριμένο αφιέρωμα εφορμά από την εμβληματική «Ρόζα» που χόρευε ο μεγάλος Δημήτρης Μητροπάνος, ένα τραγούδι των Θάνου Μικρούτσικου και Άλκη Αλκαίου.
Το ζεϊμπέκικο άλλωστε έχει σημαδέψει τη διαδρομή της σύγχρονης Ελλάδας και συνδέεται άμεσα με την παράδοση, παραμένοντας εξαιρετικά δημοφιλές και στις μέρες μας.
Ανεξάρτητα εάν χορεύεται πλέον από άνδρες και γυναίκες ένα είναι το σίγουρο: Για να χορέψεις ζεϊμπέκικο πρέπει να έχεις ψυχή! Διαφορετικά αυτό που προκύπτει είναι απλώς μία….καρικατούρα.
Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, σύγχρονος ελληνικός ρυθμός
Πάνω στους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου σε μεγάλο βαθμό «χτίστηκε» το ρεμπέτικο τραγούδι. Παρατηρώντας τη μελωδική του γραμμή, θα διακρίνουμε την προέκταση της βυζαντινής μουσικής.
Το Ελληνικό ζεϊμπέκικο προήλθε από το Ρεμπέτικο τραγούδι (1870-1922 στην Μ. Ασία), από μουσικές προσμείξεις Ελληνικής παραδοσιακής και βυζαντινής μουσικής. Συνεχίσθηκε δε στην Ελλάδα, πριν (Καφέ Αμάν) και μετά, την Μικρασιατική καταστροφή. Η μουσική του Ελληνικού Ζεϊμπέκικου στα 9/8 δεν έχει καμία σχέση με τα 4/4 και τον ρυθμό αργού τσιφτετελιού του zeybek.
Η εν λόγω οπτική δεν αφορά μόνο το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών και τις κλίμακες που διατηρούνται αναλλοίωτες, αλλά ακόμη και τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο της εκτέλεσης. Όλα μαρτυρούν την πηγή, πού δεν είναι άλλη από την απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία. Επίσης το δημοτικό τραγούδι έχει κι αυτό κοινά με το ζεϊμπέκικο, στοιχεία που είναι φανερά και στο ρεμπέτικο τραγούδι.

Ίχνη του ρεμπέτικου -και κατ επέκταση του ζεϊμπέκικου – εμφανίζονται σε όλα τα αστικά κέντρα της περιόδου της αποσύνθεσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δηλαδή με την εμφάνιση των αστικών κοινωνιών.
Οι μουσικές ανταλλαγές όπως επισημαίνει ο Μάρκος Δραγούμης που είχαν αρχίσει πριν το 17ο αιώνα, κι ίσως πιο πριν ανάμεσα στον ποικίλο πληθυσμό που αποτελούσε το λαϊκό υπόστρωμα των αστικών κέντρων του Αιγαίου, του Ελλήσποντου, της Προποντίδας και της Μαύρης Θάλασσας συνεχίστηκαν με έντονο ρυθμό ως την καταστροφή της Σμύρνης το 1922.
Οι ανταλλαγές αυτές προκάλεσαν τη δημιουργία απειράριθμων μελωδιών. Οι ρίζες τους βρίσκονται κυρίως στη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική με τους «ήχους» της.
Στην τούρκικη κλασική μουσική με τα «μακάμια» της που ονομάστηκαν από μας «δρόμοι».
Στη δημοτική μουσική της Μυσίας, της Αν. Θράκης, της Βιθυνίας και των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας.
Στα ελληνικά νησιώτικα και αστικά λαϊκά τραγούδια. Τέλος στη δημοτική μουσική των βορείων γειτόνων μας κι ιδιαίτερα των Ρουμάνων.
Η μουσική αυτή – ίσως επειδή ήταν κάπως ανομοιογενής – δεν τράβηξε όσο θα ‘πρεπε την προσοχή των λαογράφων μας, κι έτσι δεν ευτύχησε να καταγραφεί σε νότες και να δημοσιευθεί σε ειδικές συλλογές, όπως η πιο παλιά δημοτική μουσική μας.
Δεν χάθηκε όμως. Ένα μεγάλο μέρος της διαφυλάχτηκε σε μια σειρά από δίσκους 78 στροφών, που γυρίστηκαν στις ΗΠΑ κατά τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα, με εκτελεστές Έλληνες μετανάστες.
Εξετάζοντας το υλικό αυτό βλέπουμε ότι πέρα από την καλλιτεχνική του αξία, έχει και μεγάλη ιστορική σημασία, γιατί αποτελεί την πιο ουσιαστική πηγή που διαθέτουμε για τη μελέτη των καταβολών του ρεμπέτικου τραγουδιού και κατ επέκταση –λόγω της άμεσης σχέσης- του ζεϊμπέκικου Ελληνικού χορού.

Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης σε μια συνομιλία του με τον ρεμπέτη Τάκη Μπίνη έχει υποστηρίξει ότι «τον ζεϊμπέκικο τον χόρευαν Έλληνες κυρίως από την Μακεδονία και αλλού και Θρακιώτες, που ακολούθησαν τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στα βάθη της Ασίας. Τους ονόμαζαν Ζεϊμπέκια δηλαδή ζωέμπορους και Μακελάρηδες γιατί έσφαζαν ζώα και τα πουλούσαν.
Στο πέρασμα των χρόνων θέλησαν να απαθανατίσουν τον ηρωισμό τους και να διατηρήσουν τις παραδόσεις τους και έτσι δημιούργησαν αυτόν το χορό, το ζεϊμπέκικο, που τον χόρευαν ένας ένας με σπαθιά στα χέρια και πότε πότε και στο στόμα: βγάζοντας μουγκρητά ή αλαλαγμούς, σαν τα σημερινά όπα, άλα, γιάλα και διάφορα άλλα»
Σύμφωνα με άλλες θεωρίες πρόκειται για κατεξοχήν αρχαίο ελληνικό – θρακικό χορό, που τον μετέφεραν και τον διέδωσαν στην Ασία οι αρχαίοι Αργείοι-Θράκες, όταν ίδρυσαν αποικία στις Τράλλεις (σημερινό Αϊδίνιο) της Μικράς Ασίας.
Ο Σίμων Καράς (μουσικολόγος και ερευνητής της ελληνικής μουσικής παράδοσης και κληρονομιάς) υποστήριζε πως ο χορός είχε κληρονομιά αρχαιοελληνική (ρυθμική – χορευτική) αφού το ρυθμικό τους σχήμα των εννέα χρόνων διαφαίνεται στις ωδές της Λεσβίας Σαπφούς.
Κατά τον Ηρόδοτο, η λέξη Ζεμπέκος παράγεται από την αρχαία θρακική λέξη μπούκο, που προερχόμενη από την φρυγική λέξη βέκος σημαίνει βούκα=μπουκιά η οποία με πρώτο συνθετικό την κλητική του Ζεύς, Ζευ, παράγει τη λέξη Ζεϊμπέκηδες. Επίσης θεωρεί ότι συμβολίζει κατά κάποιο τρόπο μια αναζήτηση για την ένωση του πνεύματος με το σώμα, του θεού με τον άνθρωπο και χορευόταν στην απώτερη αρχαιότητα προς τιμήν της Κυβέλης, της μητέρας θεάς.
Άλλες εκδοχές για την προέλευση του Ζεϊμπέκικου
Από την άλλη ο Τουρκικός χορός “Ζεϊμπέκ” (zeybek ή zeybeği ) δεν έχει καμία σχέση με το Ελληνικό Ζεμπέκικο. Ρυθμικά είναι μια μορφή αργού τσιφτετελιού που χορεύεται συνήθως ομαδικά.
Ο εν λόγω χορός έχει τις ρίζες του σε τούρκικο παραδοσιακό χορό. Χορευόταν από του Ζεϊμπέκους, ζεϊμπέκηδες οι οποίοι ήταν μια φυλή της Μικράς Ασίας. Η φυλή αυτή δημιουργήθηκε από μια πρόσμειξη Γιουρούκων, που ήταν νομάδες κάτοικοι της Πίνδου, οι οποίοι μετακινήθηκαν στα παράλια της Μ. Ασίας, αλλά και Τουρκμένιων νομάδων που μετακινήθηκαν από την Ασία (Τουρκμενιστάν). Δημιουργήθηκε μια νέα φυλή, από επαγγελματίες πολεμιστές.
Κατά μια άλλη εκδοχή ο χορός αντλεί την καταγωγή του από το τάγμα των Ζεϊμπέκων. Οι Ζεϊμπέκοι ως ιδιαίτερη μειονότητα του πληθυσμού της Προύσας, του Αϊδινίου και της Ερυθραίας της Μικράς Ασίας, επονομαζόμενοι και «ιππότες των όρεων», ήσαν υπό διωγμό εξαιτίας της παραβατικής συμπεριφοράς τους
Υπάρχουν πολλά είδη ρυθμών “ζεϊμπέk” που μοιάζουν μεταξύ τους αλλά κανένας δεν μοιάζει-όπως επισημάνθηκε- με το Ελληνικό ζεμπέκικο.

Ύφος και εκτέλεση
Κατά το «Κέντρο μελέτης και έρευνας του ρεμπέτικου τραγουδιού», ο ζεϊμπέκικος ως παλιός χορός είναι αυστηρά ανδρικός γι’ αυτό και ορισμένες φορές αποκαλείται, εξαιτίας των χορευτικών του κινήσεων από άνδρες, ως “χορός του αετού”.
Είναι χορός που δεν έχει βήματα αλλά μόνο φιγούρες και μία συγκεκριμένη κυκλική κίνηση. Ο ρυθμός ακολουθεί το βυζαντινό μέτρο που είναι στα 9/8, ενώ η συνηθισμένη ρυθμική του διάταξη είναι: 2/8+2/8+2/8+3/8 ή 4/8+2/8+3/8.
Ο Τούρκος περιηγητής και συγγραφέας Εβλιά Τσελεμπί (Evliya Çelebi) υποστηρίζει πως ο «ζειμπέκικος είναι χορός σύνθετος που συνδυάζει στοιχεία και από άλλους χορούς: τον τσάμικο και ιδίως τον καλαματιανό, που φαίνεται να έχει και τον ίδιο ρυθμό, αλλά ανάποδα (π.χ. τα 9/8 του ζεϊμπέκικου χωρίζονται σε 2/8+2/8+2/8+3/8. Ενώ του καλαματιανού είναι 3/8+2/8+2/8=7/8).
Εκτελείται σε χώρο που δεν ξεπερνά το τετραγωνικό μέτρο και κυριαρχείται από αυτοσχεδιαστικές κινήσεις. Ως ιδιόρρυθμος εννεάσημος χορός έχει διαφορετικές μουσικές οργανώσεις και ποικίλλει ανάλογα με το θεματικό περιεχόμενο, τον χώρο προέλευσης και τη χρονική περίοδο που δημιουργήθηκε.
Η παραγγελιά
Παλαιότερα – καμιά φορά και στις ημέρες μας – συμβαίνει κάποιος να τολμήσει να διακόψει κάποιον που χορεύει ζεϊμπέκικο. Αυτός ρισκάρει! Κάπως έτσι ξεκίνησε στα χρόνια της Κατοχής, ο θεσμός της «παραγγελιάς». Δηλαδή οι μουσικοί, συνήθως με το…αζημίωτο, προανήγγειλαν το όνομα του «δικαιούχου» στον επόμενο χορό. Όσο χόρευε αυτός, δεν επιτρεπόταν να χορέψει κανείς άλλος μαζί του στον ίδιο χώρο ή να τον ενοχλήσει.
Το 1973, ο Νίκος Κοεμτζής, όταν κάποιοι παρενόχλησαν και πρόσβαλαν τον αδελφό του που χόρευε ζεμπέκικο με “παραγγελιά”, σκότωσε με μαχαίρι τρεις ανθρώπους και τραυμάτισε αρκετούς ακόμα. Δεν είναι σπάνιο θέαμα στις ημέρες μας, οι συμπλοκές για παρόμοιες παρεξηγήσεις με αιτία ένα ζεμπέκικο.
Ο Γιάννης Δημητρέλος γράφει χαρακτηριστικά:
«το ζεμπέκικο στην πολιτική, είναι ένδειξη λαϊκότητας, φευγαλέα «απόδειξη» ότι ο πολιτικός που το χορεύει έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι. Ακόμα κι αν γεννήθηκε μέσα στη χλιδή. Το ζεμπέκικο στις παρέες μας είναι αυτός ο λαϊκός χορός που κάποιοι τον χρησιμοποιούν για φιγούρα μπρος στους κολλητούς τους και άλλοι πραγματικά τον νιώθουν, τον χορεύουν αργά, άτεχνα, γλυκά, σαν βάλσαμο για τις ψυχές τους».
Ο ποιητής Ηλίας Πετρόπουλος επισημαίνει:
«Οι νεοελληνικοί αιώνες εγκυμονούσαν τα ρεμπέτικα τραγούδια. Στον έρωτα ο χρόνος ετάχθη υπέρ των ανδρών. Αφότου γεννηθήκαμε ο θάνατος αναμένει.
Οι χαρές, όπως και οι ηδονές, οδηγούν στην γνήσια θλίψη. Σαν χειρονομίες σφοδρού κοπετού μοιάζουν τα φτερουγίσματα αυτουνών που χορεύουν ζεϊμπέκικο.
Ο Γιάννης Τσαρούχης ξέρει γιατί αποκαλεί τον ζεϊμπέκικο Χορό των Χορών. Ίσως, μόνον ένας ερωτευμένος μπορούσε να συντάξει τον επικήδειο των ρεμπέτικων τραγουδιών, πού εξακολουθούν να φαντάζουν σαν μαγικός λουλουδότοπος μακρινός, οριστικά χαμένος και απροσπέλαστος».
Κατά τον Διονύση Χαριτόπουλο:
Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δεν έχει βήματα. Είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται.
Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων.
Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα «να γίνει», να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε. Η περιγραφή της προετοιμασίας είναι σαφής:
Παίξε, Χρήστο, το μπουζούκι,
ρίξε μια γλυκιά πενιά,
σαν γεμίσω το κεφάλι,
γύρνα το στη ζεϊμπεκιά.
(Τσέτσης)
Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του, αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και τον ρηχό καθωσπρεπισμό.
Συμπάσχει με τον στίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον βαθμό την προσωπική του περίπτωση, γι’ αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με αξιοπρέπεια. Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι αριστερά, βρίσκεται σε κατάνυξη.
Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει μια μαύρη βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που και ο τραγουδιστής ανασαίνει.

Ο σωστός χορεύει άπαξ και δεν μονοπωλεί την πίστα. Το ζεμπέκικο είναι σαν το «Πάτερ Ημών». Τα είπες όλα με τη μία.
Τα μεγάλα ζεμπέκικα είναι βαριά, θανατερά:
Ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα
του θανάτου η καμπάνα και για μένα.
(Τσιτσάνης)
Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,
όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου.
(Βαμβακάρης)
Το ζεμπέκικο δεν σε κάνει μάγκα
Πρέπει να είσαι μάγκας για να το χορέψεις.
Οι τσιχλίμαγκες με το τζελ που πατάνε ομαδικά σταφύλια στην πίστα εκφράζουν ακριβώς το χάος που διευθετεί η εσωτερική αυστηρότητα και το μέτρο του ζεϊμπέκικου. Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται σε οικογενειακές εξόδους ή γιορτές στο σπίτι απάδει προς το πνεύμα. Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν κουτσούβελα που κυκλοφορούν τριγύρω παντελώς αναίσθητα.
Το ζεμπέκικο δεν είναι γυναικείος χορός. Απαγορεύεται αυστηρώς σε γυναίκα να εκδηλώσει καημούς ενώπιον τρίτων.
Είναι προσβολή γι’ αυτόν που τη συνοδεύει. Αν δεν είναι σε θέση να ανακουφίσει τον πόνο της, αυτό τον μειώνει ως άντρα και δεν μπορεί να το δεχτεί. Και στο μάτι δεν κολλάει.
Μια γυναίκα δεν είναι μάγκας είναι θηλυκό ή τίποτα. Κι ένας άντρας, πρώτα αρσενικό και μετά όλα τ’ άλλα. Αυτό είναι το αρχέτυπο. Κι αν το εποικοδόμημα γέρνει καμιά φορά χαρωπά, η βάση μένει ακλόνητη. Εξαιρούνται οι γυναίκες μεγάλης ηλικίας που μπορεί να έχουν προσωπικά βάσανα: χηρεία ή πένθος για παιδιά.
Κι όμως είδα σπουδαίο ζεϊμπέκικο από δύο γυναίκες, τη Λιλή Ζωγράφου, που αυτοσχεδίαζε έχοντας αγκαλιάσει τον εαυτό της από τους ώμους με τα χέρια χιαστί σαν αρχαία τραγωδός και μια νεαρή πόρνη σε ένα καταγώγιο των Τρικάλων, πιο αυτεξούσια απ’ όλους τους αρσενικούς εκεί μέσα.
Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου.
Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια. Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν’ ανοίξει η γη να μπει.
Τρία γνωστά και εμβληματικά ζεμπέκικα:
- «Το ζεμπέκικο της ευδοκίας»
Όταν σήμερα λέμε “Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας”, εννοούμε το ορχηστρικό κομμάτι του Μάνου Λοΐζου, μια μουσική που σχεδόν μισό αιώνα τώρα έχει αγγίξει τις καρδιές γενεών Ελλήνων, έχει παιχτεί από αμέτρητα χέρια κι έχει εκφράσει το πάθος, το βάσανο και τη μαγκιά του ζεϊμπέκικου.
Το για πολλούς κορυφαίο ζεϊμπέκικο της ιστορίας γράφτηκε από τον Λοΐζο πάνω στο υλικό της ταινίας «Ευδοκία» που του έδωσε ο σκηνοθέτης της, Αλέξης Δαμιανός.
Πάνω στη σκηνή μιας συνοικιακής ταβέρνας, όπου ένας φαντάρος σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο με πάθος, θράσος και θρησκευτική ευλάβεια, κοιτώντας στα μάτια την όμορφη Ευδοκία.
Εκείνη, αν και συνοδεύεται από τρεις βλοσυρούς άντρες, παρασύρεται στον ρυθμό του, χτυπάει παλαμάκια, τον κοιτάει αχόρταγα και μονολογεί γελώντας για το πάθος που αναπόφευκτα έρχεται “Παναγιά μου, Παναγιά μου”.

- «οι βεργούλες»
25 Φεβρουαρίου 1973. Στο νυχτερινό κέντρο “Νεράιδα” διαδραματίζεται ένα πρωτοφανές γεγονός στα αστυνομικά χρονικά. Ένας άντρας, διακόπτει το μουσικό πρόγραμμα και σε κατάσταση αμόκ αρχίζει να μαχαιρώνει…
Το μανιακό ξέσπασμά του, είναι απάντηση στην προσβολή που δέχτηκε, όταν κάποιοι θαμώνες δεν σεβάστηκαν την παραγγελιά του αδελφού του. Στον άγραφο νόμο της νύχτας, κανείς δεν παραβίαζε το δικαίωμα στην «παραγγελιά».
Ο απολογισμός είναι τραγικός. Τρεις νεκρούς και δέκα τραυματίες άφησε πίσω του ο δράστης, μετατρέποντας το αποκριάτικο γλέντι των Αθηναίων, σε σφαγείο.
Ο άνθρωπος που σκόρπισε τον θάνατο, ήταν ο Νίκος Κοεμτζής και το ζεμπέκικο στο οποίο αναφερόμαστε ήταν οι «βεργούλες» -τραγούδι του Μάρκου βαμβακάρη.

- «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά».
-Η πρώτη εκτέλεση δεν ήταν του Μπιθικώτση, αλλά ακούστηκε σε ελληνική ταινία.-
Μάνος Χατζιδάκις- Γρηγόρης Μπιθικώτσης- Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Τρία πρόσωπα, τρία “μεγάλα ποτάμια ” που χύθηκαν για το έτος 1963 στο ενιαίο ποτάμι του λαϊκού τραγουδιού με αποτέλεσμα ένα αριστουργηματικό τραγούδι
Το τραγούδι ακούστηκε πρώτη φορά στην ταινία του Σωκράτη Καψάσκη με τον τίτλο “Αγάπη και θύελλα” απ’τον Διαμαντή Πανάρετο.
Η μύθος θέλει την ποιήτρια και στιχουργό Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου να ρίχνει το χαρτί με τους στίχους του κομματιού κάτω από την πόρτα του σπιτιού του Μάνου Χατζιδάκι, (επειδή ντρεπότανε να τον συναντήσει )σε μια περίοδο που το τραγούδι μετασχηματιζόταν.
- Η Ρόζα
«Τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο, συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί…», τραγούδησε ο Δημήτρης Μητροπάνος κι έκανε έναν από τους ύμνους που μεγάλωσαν και μεγαλώνουν γενιές.
Κι όμως, η μεγάλη αυτή επιτυχία που πολλοί την τραγούδησαν και την χόρεψαν, ίσως όσο καμία, ήταν κρυμμένη και ξεχασμένη για χρόνια μέσα σε ένα συρτάρι.
Φαίνεται όμως πως ισχύει για τα τραγούδια αυτό που λένε και για τους ανθρώπους. Κανένα καλό δεν πάει χαμένο…
Το 1996 κυκλοφόρησε από την εταιρία Minos EMI ο δίσκος «Στου αιώνα την παράγκα», που μεταξύ άλλων περιείχε και τη «Ρόζα».
Είκοσι χρόνια πριν από την κυκλοφορία του τραγουδιού, το 1976, ο ποιητής Άλκης Αλκαίος είχε στείλει το ποίημά του «Η Ρόζα», στον Θάνο Μικρούτσικο για να το μελοποιήσει.
Ο γνωστός συνθέτης έμενε τότε σε διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας στην Αθήνα. Η έμπνευση ήρθε σχεδόν αστραπιαία, αλλά η ώρα ήταν περασμένη και κατά συνέπεια κάπως ακατάλληλη για ηχογράφηση.
Ο Θάνος Μικρούτσικος μη θέλοντας να ενοχλήσει τους γείτονες, πάτησε τη σουρντίνα του πιάνου (ένα εξάρτημα που προσαρμόζεται στα έγχορδα όργανα για να «πνίγει» τον ήχο) και ξεκίνησε να ηχογραφεί το τραγούδι .Το αποτέλεσμα της ηχογράφησης δεν ήταν και το καλύτερο δυνατό κι έτσι η Ρόζα έμεινε για πολύ καιρό στα… αζήτητα.
Ο Θάνος Μικρούτσικος συναντά για πρώτη φορά δισκογραφικά τον Δημήτρη Μητροπάνο το 1996 στον δίσκο «Στου αιώνα την παράγκα» σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη.
Μόλις είχε λήξει η υπουργική θητεία του Θάνου Μικρούτσικου στο υπουργείο Πολιτισμού με την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και ο γνωστός συνθέτης αναζητούσε ερμηνευτή για τον νέο του δίσκο.
Συνήθως, οι συνθέσεις των δημιουργών προσαρμόζονται στη φωνή των ερμηνευτών. Στην περίπτωση του Θάνου Μικρούτσικου και του Δημήτρη Μητροπάνου δεν ισχύει τίποτε τέτοιο, καθώς αυτά τα δύο στοιχεία αλληλοσυμπληρώνονται.
Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας εντυπωσιακό. Ένας μαγικός δίσκος από εκείνους που μας κάνουν να μην βλέπουμε την ώρα να τρέξουμε να τους ακούσουμε ξανά και ξανά.
Στο δίσκο αυτό υπήρξε και η Ρόζα που τόσο ταίριαξε με τα σύγχρονα ακούσματά μας και έκανε και το Μητροπάνο να «ρίχνει και καμμιά βόλτα»

Το ζεϊμπέικο στο δικό μας σήμερα
Το ζεϊμπέκικο ζει και μετασχηματίζεται μαζί με την Ελληνική κοινωνία και ακολουθεί θα έλεγε κανείς τα «ίσια» της αλλά και τα «στραβά» της.
Εγώ θα θυμάμαι πάντα το «Μήτσο» -Δημήτρη Μητροπάνο- να ρίχνει την απίστευτη «βόλτα» του στις πίστες ή τα θέατρα των συναυλιών, επειδή ακριβώς ήταν «ατόφιος μάγκας» !
Οι ήχοι της μοναδικής «Ρόζας» ηχούν στα αυτιά μου με τις σκέψεις αυτές.
Ας είναι αναπαυμένη η ψυχούλα του!