Ο Γιώργος Χελάκης αναρωτιέται μήπως η απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι γίνει καταλύτης πολιτικών εξελίξεων και ανατροπών…
Το πρώτο ερώτημα, που αναδύεται αβίαστα μέσα απ’ τη σιωπή της Δικαιοσύνης και το βοερό παρόν της κοινωνίας, είναι σπαρακτικά απλό: γιατί έπρεπε ο Πάνος Ρούτσι να λιώσει δώδεκα μέρες σε απεργία πείνας για να δοθεί η άδεια εκταφής του παιδιού του;
Γιατί ένας πατέρας να πρέπει να καταδικάσει το σώμα του στον θάνατο για να αποσπάσει αυτό που θα ‘πρεπε να είναι το αυτονόητο;
Ποια Δικαιοσύνη απαιτεί βασανιστήριο για να αναγνωρίσει το δίκαιο;
Τι είδους κράτος είναι αυτό που, αντί να σκεπάσει με στοργή τις οικογένειες των Τεμπών, τις καταδιώκει σαν να ’ναι οι ένοχοι κι όχι τα θύματα του εγκλήματος;
Ένα κράτος που μοιάζει περισσότερο με σελίδα από Κάφκα, παρά με δημοκρατία που σέβεται τα δικαιώματα και τους νεκρούς της. Και δεν φτάνει μόνο αυτό. Το αίτημα του Ρούτσι δεν ικανοποιείται πλήρως. Του δίνουν την εκταφή, ναι – αλλά μόνο για ταυτοποίηση με DNA. Οι βιοχημικές εξετάσεις, που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν αν οι σοροί υπέστησαν αλλοιώσεις, αν έγινε προσπάθεια απόκρυψης, θάβονται για δεύτερη φορά.
Μα δεν έχει κάθε οικογένεια το δικαίωμα να ξέρει την αλήθεια για το πώς και το γιατί; Δεν δικαιολογείται η καχυποψία όταν προηγήθηκε το μπάζωμα στον τόπο του εγκλήματος, όταν πορίσματα αντικρούονται και όταν οι θεσμοί σιωπούν ή παίζουν ρόλους πολιτικούς αντί θεσμικούς; Και όμως, ακόμη και αυτή η μισή δικαίωση —ένα φύλλο συκής στην πληγή— αποτελεί κόλαφο για όσους, τις προηγούμενες μέρες, με αλαζονεία έλεγαν ότι «αυτά έχουν ήδη κριθεί».
Ήταν μια ήττα του κρατικού μηχανισμού που επιχειρεί (μάταια) να απαξιώσει τον αγώνα των οικογενειών. Ένας μηχανισμός που τσαλαπατά κάθε έννοια πολιτικής ηθικής και στοιχειώδους ευπρέπειας. Ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης, προανήγγειλε σχεδόν τη δικαστική απόφαση, λέγοντας πως «η εκτίμηση που έχω εγώ… είναι ότι οι εισαγγελικές αρχές θα προχωρήσουν». Και η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Αναστασία Παπαδοπούλου, δεν δίστασε να κάνει πολιτική παρέμβαση, συγκρίνοντας το δράμα των Τεμπών με άλλα δυστυχήματα, υπονοώντας ότι η κοινωνική αντίδραση είναι υπερβολική ή χειραγωγημένη.
Όμως όλα αυτά —οι προαναγγελίες, οι ψυχρές δηλώσεις, οι συμβολικές παραχωρήσεις— δείχνουν κάτι βαθύτερο: την κρίση των θεσμών και το ρήγμα της κοινωνικής εμπιστοσύνης. Η απόφαση για την εκταφή επιχειρεί να κρατήσει ισορροπίες. Να κατευνάσει την οργή, χωρίς να φανεί ότι εκτίθεται ο ανακριτής. Αλλά τελικά δεν καταφέρνει τίποτα απ’ τα δύο.
Ο Πάνος Ρούτσι συνεχίζει την απεργία πείνας. Ίσως να μην είναι πια μόνος. Και τα ερωτήματα για τη Δικαιοσύνη δεν λιγοστεύουν – μεγαλώνουν. Κι εδώ, στο Σύνταγμα, συμβαίνει κάτι απρόσμενο. Οι πολίτες που συγκεντρώνονται καθημερινά για να σταθούν στο πλευρό του Πάνου Ρούτσι δεν είναι απλώς αλληλέγγυοι. Είναι παρόντες στην Ιστορία. Εκεί που αποτυγχάνουν οι κοινοβουλευτικές ρητορικές, που μοιάζουν αφυδατωμένες και παρωχημένες, και εκεί που οι συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις χάνουν την ορμή τους μέσα στη γραφειοκρατία, γεννιέται ξανά η δυνατότητα για πολιτική αλλαγή από τη βάση, από την κοινωνία.
Η σιωπηλή παρουσία, τα βλέμματα, τα χαρτόνια, τα λουλούδια, τα κορμιά που στέκονται ακούραστα απέναντι στην εξουσία: αυτά ίσως να είναι η πραγματική αρχή ενός τέλους. Του τέλους της ατιμωρησίας, της συγκάλυψης, της απαξίωσης των θυμάτων. Η σπίθα έχει ανάψει. Και όσο οι θεσμοί εμμένουν στο σκοτάδι, το φως έρχεται από τους δρόμους. Έστω και τώρα, να γίνει το λογικό και το δίκαιο. Να ικανοποιηθεί το αίτημα του Πάνου Ρούτσι στο ακέραιο. Όχι ως χάρη. Όχι ως εξαίρεση. Ως αποκατάσταση της ανθρωπιάς μέσα σε μια Δημοκρατία που την έχει απελπιστικά ανάγκη.