Ο Γιώργος Κογκαλίδης γράφει για τις δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος, την Ελλάδα που διαπρέπει και την Ελλάδα που βουλιάζει και επιλέγει το φως από το σκοτάδι

Κανονικά έπρεπε να υπάρχει μια Ελλάδα. Δυστυχώς, βλέπεις διαφορετικές… Ελλάδες, ανάλογα πού κοιτάζεις. Θα το εξηγήσουμε αμέσως, αλλά -με αυτό ως δεδομένο- αναρωτιέμαι γιατί δεν μπορούμε να έχουμε την Ελλάδα που μας αξίζει, την Ελλάδα στην οποία θέλουμε να ζούμε και να νιώθουμε ταυτόχρονα περήφανοι και ασφαλείς.

Ο αθλητισμός είναι απολύτως αξιοκρατικός. Δεν μπορεί κανείς να σε… σπρώξει, δεν παίζεις με βύσμα, δεν μπορεί κανείς να σηκώσει το τηλέφωνο και να σε βοηθήσει να σκοράρεις, ή να πετύχεις κάποιο ρεκόρ. Βλέπεις τον Μίλτο Τεντόγλου και τον χαίρεσαι. Είτε για την αγωνιστική του συνέπεια, είτε γιατί παραμένει ασύλληπτα σεμνός, είτε γιατί κάθε δήλωσή του είναι πιο εύστοχη από την προηγούμενη.

Θα πει κανείς «πρόκειται για ατομικό ταλέντο». Συμφωνούμε, αν κι είναι ομαδική δουλειά. Βλέπεις τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό και τους χαίρεσαι. Τον πρώτο για τη συνέπειά του, για το πλάνο το οποίο αταλάντευτα ακολουθεί, για την προσήλωση στον στόχο. Τον δεύτερο για τον τρόπο με τον οποίο βγήκε από το τέλμα, που είχε περιέλθει. Αμφότεροι διαπρέπουν στην Ευρωλίγκα, όχι γιατί έχουν τα ακριβότερα μπάτζετ, αλλά επειδή μπορούν να σταθούν με αξιώσεις στο κορυφαίο ευρωπαϊκό μπασκετικό επίπεδο.

Βλέπεις Έλληνες να διαπρέπουν παγκοσμίως, είτε στις τέχνες (Λάνθιμος για παράδειγμα), είτε σε διάφορες επιστημονικές ή επιχειρηματικές δραστηριότητες. Άλλοτε επειδή βρίσκουν σε ατομικό επίπεδο τον δρόμο τους, άλλοτε επειδή η συνεργασία φέρνει αποτέλεσμα.

Αυτή είναι η δική μας, όμορφη Ελλάδα. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω πολλά διαφορετικά παραδείγματα, αλλά θαρρώ αντιληφθήκατε το νόημα. Σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει… ταβάνι, όσον αφορά τα χρήματα που έχει κάποιος να δαπανήσει, αλλά δεν υπάρχει ταβάνι στις προσδοκίες, με το αποτέλεσμα κατά κανόνα να υπερβαίνει τις προσδοκίες, βάσει επένδυσης.

Πάμε στην άλλη Ελλάδα. Σε αυτή που τρώει τα παιδιά της. Στην Ελλάδα των Τεμπών, στην Ελλάδα που θεωρεί τον θάνατο ανθρώπων «ευκαιρία» για να φτιαχτούν τα τρένα, στην Ελλάδα που νιώθει ότι πρέπει να σβηστούν τα ονόματα των νεκρών, στην Ελλάδα που δεν θα λοξοδρομήσει για ένα… «κωλοτρένο».

Αυτή η Ελλάδα δεν έχει ταβάνι ως προς την επένδυση. Θα μπορούσε να είναι κεντρική επιλογή η δημιουργία ενός υπερσύγχρονου σιδηροδρόμου. Όπως απολύτως πρωτοποριακή ήταν η γέφυρα στο Ρίο – Αντίρριο. Είναι θέμα επιλογής, όχι μόνο η ασφάλεια των ανθρώπων που μετακινούνται (αυτό έπρεπε να συμβαίνει δίχως δεύτερη σκέψη), αλλά η μετατροπή ενός πεπαλαιωμένου κι επικίνδυνου δικτύου σε έναν απολύτως σύγχρονο τρόπο μετακίνησης.

Αν συνυπολογίσουμε τους δρόμους καρμανιόλες, την τραγική οδηγική συμπεριφορά, το τρένο μπορούσε να είναι η απόλυτη εναλλακτική λύση, όχι η… φτηνή λύση. Κι όμως, τα Τέμπη μάς πληγώνουν και θα είναι για πάντα μια ανοιχτή πληγή, κυρίως για τις οικογένειες των αδικοχαμένων, αλλά και για όλους μας.

Είναι πρόδηλο πως αν θέλουμε μπορούμε. Είναι, αλήθεια, ζήτημα επιλογής; Μπορούμε να διαπραγματευτούμε την ανθρώπινη ζωή; Δυστυχώς δεν είναι μόνο τα Τέμπη. Όπου υπάρχει κρατική παρέμβαση, από τα πιο απλά μέχρι τα πιο σύνθετα, βλέπουμε αδράνεια, βλέπουμε ρεμούλα, βλέπουμε ρουσφέτια, βλέπουμε συγκάλυψη όταν το πράγμα στραβώσει. Είναι δεδομένο ότι θα στραβώσει, όταν συμβαίνουν όσα προαναφέραμε. Κάπως έτσι η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της, η Ελλάδα μάς πληγώνει.

Η δική μας Ελλάδα είναι όμορφη όχι μόνο για τις παραλίες της, για τη φυσική της ομορφιά, ή για την ιστορία που πολλοί επικαλούνται κι ελάχιστοι γνωρίζουν. Ακόμα λιγότεροι τιμούν… Η δική μας Ελλάδα σέβεται τον Έλληνα (κι όχι μόνο), η δική μας Ελλάδα γονατίζει απέναντι στους νεκρούς της, δεν ξεπλένει τα ονόματά τους, αντίθετα τα τιμά με όλους τους τρόπους, δεν ξεχνά.

Η δική μας Ελλάδα, η Ελλάδα που ονειρευόμαστε είναι… δανεική. Την έχουμε δανειστεί από τα παιδιά μας κι οφείλουμε να τους την παραδώσουμε καλύτερη απ’ ότι την παραλάβαμε. Για να το κάνουμε αυτό πρέπει να αντιληφθούμε ότι το πρόσκαιρο κέρδος είναι μικρό απέναντι στη γενικότερη ζημιά που προκαλείται.

Είμαστε όλοι υπεύθυνοι να έχουμε την Ελλάδα που ονειρευόμαστε. Κάθε μας επιλογή, από το ποιο κανάλι θα δούμε, μέχρι ποιον θα ψηφίσουμε, από το αν θα κατεβούμε στην πορεία μέχρι το αν θα ψωνίσουμε συγκεκριμένες μάρκες, είναι πολιτική επιλογή. Η χώρα που γέννησε τη δημοκρατία, που είναι βαθιά (κι ιστορικά) πολιτική, τείνει να εξωραΐσει την ιδέα της πολιτικής, θεωρώντας πως είναι κάτι… ξένο.

Το αποτέλεσμα το είδαμε στα Τέμπη (κι όχι μόνο). Για να μην το ξαναδούμε, αποφασίστε αν θα πάρετε την τύχη σας στα χέρια σας, κάνοντας τις σωστές επιλογές. Όχι μια φορά στην τετραετία, αλλά καθημερινά.