Ο Γιώργος Χελάκης γράφει για την πλατεία Συντάγματος που θα παραμείνει γεμάτη με «το νόημα που έχει κάτι»…

Η κυβέρνηση έχει ηττηθεί πολιτικά πριν καν ψηφιστεί η τροπολογία για την απαγόρευση των διαμαρτυριών μπροστά στη Βουλή και τον Άγνωστο Στρατιώτη. Στην προσπάθειά της να επιβληθεί, αποκάλυψε το πιο γυμνό της πρόσωπο: εκείνο της εξουσίας που τρέμει τη φωνή των πολιτών. Όταν μια κυβέρνηση επιλέγει να απαγορεύσει τη διαμαρτυρία στον χώρο που κατεξοχήν συμβολίζει τη δημοκρατία, τότε δεν υπερασπίζεται την «τάξη», προδίδει τον φόβο της.

Το Μέγαρο Μαξίμου, παίζοντας το χαρτί του αυταρχισμού, βρέθηκε απέναντι σε ένα κύμα αντιδράσεων που ούτε είχε προβλέψει, ούτε μπορούσε να ελέγξει. Θέλοντας να χαϊδέψει τα αυτιά των πιο συντηρητικών, ακόμα και ακροδεξιών ακροατηρίων, βρέθηκε να συγκρούεται με την κοινωνική πλειονότητα.

Το αποτέλεσμα; Μια σειρά από απανωτές υποχωρήσεις που φανερώνουν όχι πυγμή, αλλά πανικό. Ο στρατός δεν θα έχει τελικά την ευθύνη φύλαξης του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη· η αρμοδιότητα δεν θα περάσει στον υπουργό Άμυνας, αλλά θα μείνει στην ΕΛ.ΑΣ.· και το αυτοσχέδιο μνημείο των Τεμπών δεν θα ξηλωθεί. Τρεις υποχωρήσεις σε λίγες μέρες, ρεκόρ αναδίπλωσης για κυβέρνηση που καμώνεται τη «σταθερότητα».

Η τροπολογία υποτίθεται πως θα έδινε απάντηση μετά την ήττα που υπέστη από την απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι. Αντί όμως να επιβάλει την εικόνα ισχύος, αποκάλυψε την πολιτική της αδυναμία. Μια εξουσία που δεν μπορεί πια να πείσει, προσπαθεί να φοβίσει. Και η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει να έχει επιλέξει τον δρόμο της καταστολής, ως ύστατο καταφύγιο απέναντι στην κοινωνική δυσαρέσκεια που η ίδια γέννησε. Ας μην ξεχνάμε όμως: η ίδια αυτή κυβέρνηση που σήμερα απαγορεύει τις συγκεντρώσεις μπροστά στο Κοινοβούλιο, ήταν κάποτε εκεί. Ήταν τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας που, αγκαζέ με τα εθνικιστικά συλλαλητήρια, κατέκλυζαν την πλατεία Συντάγματος για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών. Τότε η πλατεία δεν θεωρούνταν «ευαίσθητος χώρος»· τότε ο Άγνωστος Στρατιώτης δεν «προβλημάτιζε» κανέναν. Η υποκρισία σήμερα περισσεύει.

Οι ίδιοι που τότε επικαλούνταν το «δικαίωμα του λαού να εκφραστεί», σήμερα το απαγορεύουν στο όνομα της ασφάλειας. Η ειρωνεία είναι διπλή: το κράτος που δήθεν τιμά τον Άγνωστο Στρατιώτη, απαγορεύει στους ζωντανούς να μιλήσουν για τους νεκρούς των Τεμπών. Στους συγγενείς που θρηνούν ζητά να σωπάσουν. Αντί να τους στηρίξει, τους αντιμετωπίζει σαν εχθρούς της τάξης. Από το μπάζωμα του τόπου της τραγωδίας, τη συγκάλυψη των ευθυνών και την πολιτική προστασία των ενόχων, μέχρι τη διαχείριση του πένθους με τα «καντηλάκια» που θέλησαν να εξαφανίσουν από την πλατεία, η κυβερνητική συμπεριφορά ξεπερνά κάθε όριο κοινωνικής αναισθησίας.

Η απαγόρευση αυτή δεν είναι απλώς ένα κακό νομοθέτημα. Είναι μια ευθεία παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος της συνάθροισης. Είναι το σύμβολο μιας εξουσίας που, έχοντας χάσει κάθε επαφή με την κοινωνία, προσπαθεί να επιβληθεί με διατάγματα και φράχτες. Αλλά τέτοιοι νόμοι δεν αντέχουν στον χρόνο. Δεν μπορούν να εφαρμοστούν, γιατί δεν έχουν νομιμοποίηση στις συνειδήσεις των πολιτών. Θα καταργηθούν στην πράξη, από την ίδια την κοινωνία που δεν θα δεχτεί να της στερήσουν τον δημόσιο χώρο και τη φωνή της. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται λιγότερη δημοκρατία για να σταθεί όρθια, χρειάζεται περισσότερη. Όσο η κυβέρνηση επιλέγει να κυβερνά με φόβο και καταστολή, τόσο περισσότερο θα φθείρεται.

Γιατί η ισχύς που δεν πηγάζει από τη νομιμότητα και τη συναίνεση, είναι απλώς σκιά. Και όταν μια εξουσία στέκεται στη σκιά του ίδιου της του αυταρχισμού, τότε η πτώση της δεν είναι ζήτημα αν, αλλά πότε.