Περί τα τέλη Μαϊου διεξήχθη από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου, διεθνές συνέδριο με αντικείμενο το οικονομικό έγκλημα.

Το συνέδριο αυτό  αποτέλεσε προάγγελο ενός μεταπτυχιακού προγράμματος με το ίδιο περιεχόμενο,  που θα προσφέρεται από τη Σχολή μας από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος. Ένα από τα ενδιαφέροντα ζητήματα που συζητήθηκαν στο πλαίσιο του συνεδρίου είναι και αυτό που περιγράφουμε σε αδρές γραμμές παρακάτω. 

Η νομοθεσία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (το γνωστό μας «ξέπλυμα μαύρου χρήματος») προβλέπει τη δυνατότητα του ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού που είναι κατά νόμον προϊστάμενος της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, να προβαίνει, σε κατεπείγουσες περιπτώσεις και όσο διεξάγεται προκαταρκτική έρευνα, σε δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, θυρίδων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η υπόνοια ότι εμπλέκεται σε τέτοιες δραστηριότητες. Της δυνατότητας αυτής κάνει πολύ συχνά, σχεδόν πάντοτε, χρήση ο Πρόεδρος της Αρχής κάθε φορά που γίνεται αποδέκτης σχετικής καταγγελίας ή αναφοράς για έκνομες δραστηριότητες που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων. Η δυνατότητα αυτή του Προέδρου της Αρχής, προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία (βλ. Ν. 4557/2018, όπως ισχύει σήμερα μετά την τροποποίησή του με τον Ν. 4816/2021) μόνο για το αρχικό στάδιο της όλης διαδικασίας, όταν δηλαδή δεν έχουν επιληφθεί ακόμη της υποθέσεως άλλα ανακριτικά, εισαγγελικά ή δικαστικά όργανα. Για τα μεταγενέστερα στάδια της διαδικασίας η αντίστοιχη αρμοδιότητα για δέσμευση λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων ανήκει, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για μεν το στάδιο της προδικασίας στον Ανακριτή ή το Δικαστικό Συμβούλιο, για δε το στάδιο της κύριας διαδικασίας στο δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση.

Παρόλα αυτά, συχνά απαντάται το φαινόμενο ο Πρόεδρος της Αρχής να προβαίνει σε ενέργειες δέσμευσης λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων του εμπλεκομένου ακόμη και μετά το χρονικό σημείο, όπου η υπόθεση βρίσκεται ενώπιον του Ανακριτή, του Δικαστικού Συμβουλίου ή βρίσκεται στο ακροατήριο. Η πρακτική αυτή του Προέδρου της Αρχής, κατακρίθηκε από τον νομικό κόσμο καταρχήν διότι αντιβαίνει ευθέως προς το γράμμα του νόμου, εφόσον από τη στιγμή που η υπόθεση έχει προχωρήσει τόσο πολύ δεν συντρέχει η «κατεπείγουσα» περίπτωση που θέτει ο νόμος ως προϋπόθεση παρέμβασης του Προέδρου της Αρχής. Επίσης, επισημαίνεται ότι με τον τρόπο αυτό οδηγούμαστε σε σύγκρουση αρμοδιοτήτων, αφού στο μεν στάδιο της ανάκρισης αποκλειστικά αρμόδιοι να αποφαίνονται για κάθε σχετικό ζήτημα είναι ο Ανακριτής και το Δικαστικό Συμβούλιο, στο δε στάδιο της κύριας διαδικασίας αποκλειστικά αρμόδιο είναι το δικαστήριο που δικάζει την ουσία της υπόθεσης.

Όμως, παρά την ορθή και οξεία αυτή κριτική, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με πρόσφατη απόφασή της (βλ. ΟλΑΠ 1/2022) έκρινε ότι η παρέμβαση του Προέδρου της Αρχής και η εκ μέρους του δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών και άλλων περιουσιακών στοιχείων του εμπλεκομένου προσώπου ακόμη και κατά τον χρόνο που η υπόθεση βρίσκεται στον Ανακριτή, στο Δικαστικό Συμβούλιο ή στο δικαστήριο είναι θεμιτή. Η απόφαση αυτή της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που κατακρίθηκε επίσης για τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω από το σύνολο σχεδόν του νομικού κόσμου, αναμένεται, εάν υιοθετηθεί τελικά στη πράξη, να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην εφαρμογή της νομοθεσίας για τη νομιμοποίηση, με κίνδυνο αντιφατικής στάσης ως προς το ζήτημα της δέσμευσης για μια και την αυτή υπόθεση, μεταξύ των διαφόρων οργάνων απονομής της δικαιοσύνης.

Αριστοτέλης Ι. Χαραλαμπάκης

Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ

Κοσμήτορας Νομικής Σχολής Παν/μιου Νεάπολις Πάφος