ο διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων και Ενεργειακών Πόρων (ΕΔΕΥΕΠ) Αριστοφάνης Στεφάτος δήλωσε ότι μπορούν να διαμορφωθούν συνεργασίες σε όλο το φάσμα του ενεργειακού μίγματος που θα δώσουν λύσεις
«Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι μέχρι να γίνουν γεωτρήσεις, ωστόσο οι εκτιμήσεις δείχνουν πως τα αποθέματα φυσικού αερίου στην ελληνική επικράτεια υπερβαίνουν την εγχώρια ζήτηση. Κατά συνέπεια οι έρευνες δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά και περιφερειακό και ευρωπαϊκό ζήτημα».
Αυτό επεσήμανε ο διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων και Ενεργειακών Πόρων (ΕΔΕΥΕΠ) Αριστοφάνης Στεφάτος μιλώντας σήμερα στο συνέδριο του ECONOMIST. Ο ίδιος υπενθύμισε ότι η ΕΔΕΥΕΠ πρόσφατα επεκτάθηκε εκτός από τις έρευνες υδρογονανθράκων και σε δύο νέους τομείς :
Την αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα για την οποία γίνεται προσπάθεια αξιοποίησης εξαντλημένου κοιτάσματος του Πρίνου και
Τα υπεράκτια αιολικά πάρκα για τα οποία την επόμενη εβδομάδα θα γίνουν ανακοινώσεις αναφορικά με το εθνικό πρόγραμμα ανάπτυξης τους. Ομοίως όπως ανέφερε το αιολικό δυναμικό της χώρας ξεπερνά την εγχώρια ζήτηση για καθαρή ενέργεια.
Ο κ. Στεφάτος υπογράμμισε ότι δεν γίνεται προσπάθεια επιβράδυνσης της ενεργειακής μετάβασης αλλά υπάρχουν ευκαιρίες και μπορούν να διαμορφωθούν συνεργασίες σε όλο το φάσμα του ενεργειακού μίγματος που θα δώσουν λύσεις στην τρέχουσα αναταραχή της διεθνούς εφοδιαστικής αλυσίδας.
Στο ίδιο συνέδριο ο πρώην υφυπουργός ενέργειας των ΗΠΑ Φράνσις Φάννον έθεσε τον προβληματισμό του για τον κίνδυνο να υπάρξει νέα εξάρτηση της Δύσης από την Κίνα, αυτή τη φορά αναφορικά με τις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την ενεργειακή μετάβαση, μετά την αντίστοιχη εξάρτηση που είχε η Ευρώπη από το ρωσικό φυσικό αέριο.
«Είμαστε στα πρώτα στάδια της ενεργειακής μετάβασης, οι κυβερνήσεις πρέπει να κατανοήσουν τα αρνητικά που βίωσε η Γερμανία από την εξάρτηση από τη Ρωσία και να μην στραφούν προς την Κίνα για τα σπανία μεταλλεύματα που χρειάζεται η μετάβαση», τόνισε ο κ. Φάννον και πρόσθεσε: «Πρέπει να υπάρξουν καινούργιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Χρειαζόμαστε ταχύτητα στην υλοποίηση της μετάβασης αλλά και, ταυτόχρονα, ασφάλεια».