Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ζήτησε χθες Τρίτη να τερματιστεί κάθε ομοσπονδιακή χρηματοδότηση ή στήριξη των υπηρεσιών υγείας που βοηθούν στη φυλομετάβαση τρανς εφήβων, το πιο πρόσφατο σε μια σειρά μέτρων με στόχο τον περιορισμό των δικαιωμάτων των διεμφυλικών.
Μέσα στις οκτώ ημέρες που βρίσκεται στην προεδρία των ΗΠΑ, ο Ρεπουμπλικάνος έχει ήδη απαγορεύσει στα τρανς άτομα να υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις, ενώ έβαλε τέλος και στα προγράμματα διαφορετικότητας, ισότητας και συμπερίληψης.
Το νέο διάταγμα έρχεται να τηρήσει την προεκλογική υπόσχεση του Τραμπ να σταματήσει «τον σεξουαλικό ακρωτηριασμό παιδιών», προφανώς αναφερόμενος στη θεραπεία καταστολής της εφηβείας σε παιδιά που αντιμετωπίζουν δυσφορία φύλου και στην ορμονοθεραπεία που βοηθά στη φυλομετάβαση.
«Είναι πολιτική των ΗΠΑ να μη χρηματοδοτεί, να μην προωθεί, να μην υποστηρίζει, να μη βοηθά ή να μη στηρίζει τη λεγόμενη ‘μετάβαση’ ενός παιδιού από το ένα φύλο στο άλλο και θα εφαρμόζει αυστηρά όλους τους νόμους που απαγορεύουν ή περιορίζουν αυτές τις καταστροφικές διαδικασίες που αλλάζουν ζωές», τονίζεται στο εκτελεστικό διάταγμα.
Υποστηρικτές του Τραμπ, όπως η Alliance Defending Freedom μια χριστιανική δικηγορική εταιρεία, χαιρέτισαν το διάταγμα χαρακτηρίζοντάς το “αναζωογονητική επιστροφή στη λογική”, ενώ αντίπαλοί του όπως η Μάρσι Μπάουερς, γυναικολόγος και χειρουργός που παρέχει φροντίδα σε τρανς άτομα, δήλωσε ότι ο Τραμπ “θα βάψει με αίμα τα χέρια του”.
Οι Ρεπουμπλικάνοι σε περισσότερες από 50 πολιτείες έχουν υιοθετήσει νόμους ή πολιτικές που απαγορεύουν την παροχή φροντίδας φύλου για τους ανήλικους, κάποιες από τις οποίες έχουν ανατραπεί ή μπλοκαριστεί στα δικαστήρια.
Ο Τσέις Στράντζιο, δικηγόρος της οργάνωσης προάσπισης των πολιτικών δικαιωμάτων ACLU, δήλωσε ότι θα υπάρξουν προσφυγές στη δικαιοσύνη κατά του διατάγματος του Τραμπ. «Δεν θα επιτρέψουμε σε αυτό το επικίνδυνο, σαρωτικό και αντισυνταγματικό διάταγμα να ισχύσει», τόνισε.
«Μπλόκο» στο πάγωμα των επιχορηγήσεων
Αμερικανικό ομοσπονδιακό δικαστήριο ανέστειλε χθες Τρίτη το πάγωμα κρατικών ενισχύσεων, επιχορηγήσεων, δανείων και άλλης βοήθειας αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, που αποφασίστηκε από τον Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο.
Το πάγωμα των δαπανών, που προκάλεσε μεγάλη σύγχυση στη χώρα, ιδίως εξαιτίας ανησυχιών για τις συνέπειές του στην ιατρική κάλυψη εκατομμυρίων Αμερικανών, επρόκειτο να ισχύσει από χθες Τρίτη στις 17:00 (τοπική ώρα· 22:00 ώρα Ελλάδας). Κατόπιν προσφυγής μη κυβερνητικής οργάνωσης και πολιτειών όπου κυβερνούν Δημοκρατικοί, ανεστάλη ως την ερχόμενη Δευτέρα 3η Φεβρουαρίου από ομοσπονδιακό δικαστήριο της Ουάσιγκτον.
Η μήνυση, που κατατέθηκε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο στην Ουάσινγκτον, στρέφεται κατά της οδηγίας που εξέδωσε χθες ο ασκών καθήκοντα επικεφαλής του αμερικανικού Γραφείου Διοίκησης και Προϋπολογισμού, η οποία θα μπορούσε να διαταράξει εκπαιδευτικά, υγειονομικά, στεγαστικά προγράμματα, αλλά και προγράμματα παροχής βοήθειας έπειτα από καταστροφές, καθώς και άλλες πρωτοβουλίες που βασίζονται σε ομοσπονδιακά κονδύλια ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το αμερικανικό Σύνταγμα δίνει τον έλεγχο στο Κογκρέσο σε θέματα δαπανών, όμως ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, πως πιστεύει ότι ο πρόεδρος έχει την εξουσία να παρακρατεί χρήματα, εάν διαφωνεί.
Ένας νόμος του 1974 (που ονομάζεται Impoundment Control Act) καθορίζει διαδικασίες που έχουν σχεδιαστεί προκειμένου να περιορίζουν έναν πρόεδρο από το να μην δαπανά χρήματα, τα οποία έχει διαθέσει το Κογκρέσο.
Ινφλουένσερς και πόντκαστερς στον Λευκό Οίκο
Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ αλλάζει τη σύνθεση των εργαζόμενων που έχουν πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, ανοίγει την πόρτα σε ίνφλουενσερς και πόντκαστερς στο πλαίσιο στρατηγικής που η εκπρόσωπός του Κάρολαϊν Λίβιτ διαφήμισε ως «επαναστατική».
Στην πρώτη της ενημέρωση του Τύπου χθες Τρίτη, η κυρία Λίβιτ, 27 ετών, τόνισε πως η ενημέρωση των διαπιστευμένων συντακτών θα ανοίξει σε «νέες φωνές» των μέσων ενημέρωσης, ιδίως δημιουργούς περιεχομένου στο διαδίκτυο, «ανεξάρτητους» δημοσιογράφους, μπλόγκερς, ίνφλουενσερς και πόντκαστερς.
Διευκρίνισε πως όλοι όσοι παράγουν «περιεχόμενο που σχετίζεται με τις ειδήσεις» μπορούν να ζητήσουν διαπίστευση. Εξήγησε πως τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, τα οποία ουσιαστικά χαρακτήρισε απαρχαιωμένα, δεν έχουν πλέον την επιρροή που είχαν στο παρελθόν, καθώς ολοένα περισσότεροι Αμερικανοί στρέφονται σε «νέα» μέσα.
Πρόγευση: καλωσόρισε συντάκτη του ακροδεξιού ιστότοπου Breitbart, δίνοντάς του μάλιστα το προνόμιο να της κάνει μια από τις πρώτες ερωτήσεις.
Αφότου ανέλαβε, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πολύ πιο προσιτός σε δημοσιογράφους από τον διάδοχο και προκάτοχό του Τζο Μπάιντεν. Παραχωρεί συχνές και μακροσκελείς συνεντεύξεις Τύπου, απαντά σε ερωτήσεις με κάθε ευκαιρία και ξεκάθαρα αρέσκεται να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, ο κ. Τραμπ περιόρισε την πρόσβαση των παραδοσιακών και πιο γνωστών μέσων ενημέρωσης, επιλέγοντας συχνά να παραχωρεί συνεντεύξεις σε συντηρητικούς πόντκαστερς, για να φθάσει στο κοινό που τον ενδιέφερε στοχευμένα.
Ο κ. Τραμπ ουδέποτε έκρυψε την εχθρότητά του έναντι των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης, που όπως και στην πρώτη του θητεία (2017-2021) αποκαλεί «εχθρούς του λαού» και κατηγορεί πως διασπείρουν «ψευδείς ειδήσεις» για να τον βλάψουν. Έχει αφήσει να εννοηθεί μάλιστα πως θα επιδιώξει να ακυρωθούν οι άδειες τηλεοπτικών σταθμών που δεν βρίσκει της αρεσκείας του.
Πακέτο εθελουσίας εξόδου στους εργαζόμενους στο ομοσπονδιακό κράτος
Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ ενημέρωσε χθες Τρίτη λειτουργούς του ομοσπονδιακού κράτους που το επιθυμούν ότι έχουν τη δυνατότητα να παραιτηθούν, προσφέροντάς τους ως αποζημίωση τους μισθούς ως τον Σεπτέμβριο, με μήνυμα που εστάλη σε υπαλλήλους διαφόρων ομοσπονδιακών υπηρεσιών και περιήλθε σε γνώση του Γαλλικού Πρακτορείου.
«Η κυβέρνηση Τραμπ θα προτείνει στο σύνολο των 2 εκατομμυρίων λειτουργών του ομοσπονδιακού κράτους τη δυνατότητα υποβολής ‘ετεροχρονισμένης παραίτησης’ με αποζημίωση που αντιστοιχεί σε οκτώ μήνες μισθοδοσίας και πλεονεκτημάτων κοινωνικής ασφάλισης», επιβεβαίωσε ο Ίλον Μασκ μέσω X, αναδημοσιεύοντας μήνυμα οργάνωσης που έχει ιδρύσει ο ίδιος για την υποστήριξη του Ντόναλντ Τραμπ.
«Εκτιμάται πως θα παραιτηθεί το 5 ως 10% των υπαλλήλων, κάτι που θα μπορούσε να επιτρέψει την εξοικονόμηση ποσού της τάξης των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων» για το ομοσπονδιακό δημόσιο, προστίθεται στο μήνυμα που αναπαρήγαγε ο επικεφαλής εταιρειών όπως οι Tesla, SpaceX και X, που πλέον έχει συμβουλευτικό ρόλο στην κυβέρνηση για την εξοικονόμηση δαπανών.
Το εσωτερικό υπόμνημα υπενθυμίζει πως ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ έχει ήδη υπογράψει διάφορα εκτελεστικά διατάγματα για τους εργαζόμενους στο ομοσπονδιακό κράτος, για παράδειγμα αυτό που απαγορεύει την τηλεργασία, δεύτερο που τερματίζει τις πολιτικές διαφορετικότητας, ισότητας και συμπερίληψης, τρίτο που δίνει έμφαση στην παραγωγικότητα και προαγγέλλει πιθανές απολύσεις για τη μείωση των δημοσίων υπαλλήλων.
Πρόκειται για αρχές διαχείρισης στις οποίες αρέσκεται ο Ίλον Μασκ, που έδιωξε τα τρία τέταρτα του προσωπικού της εταιρείας που ήταν γνωστή με την ονομασία Twitter προτού την αλλάξει σε X μέσα σε μερικές εβδομάδες όταν αγόρασε τον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης, στα τέλη του 2022.
Θα υπάρξει «μεγάλη» μεταρρύθμιση όσον αφορά το «εργατικό δυναμικό» του ομοσπονδιακού κράτους, σύμφωνα με την υπηρεσία διαχείρισης της δημόσιας διοίκησης που συνέταξε την επιστολή.
«Αν αποφασίσετε να παραμείνετε στη θέση σας, θα σας ευχαριστήσουμε για την επαναβεβαιωθείσα θέλησή σας να υπηρετήσετε τον αμερικανικό λαό προσφέροντας το μέγιστο των δυνατοτήτων σας», αναφέρει το κείμενο, διευκρινίζοντας ωστόσο πως «αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να σας δώσουμε πλήρεις εγγυήσεις» πως οι θέσεις ή οι υπηρεσίες των ενδιαφερόμενων θα συνεχίσουν να υπάρχουν.
Οι εργαζόμενοι που θέλουν να αποχωρήσουν έχουν προθεσμία ως την 6η Φεβρουαρίου —με άλλα λόγια, εννιά ημέρες— για να αποφασίσουν.
Η πρόταση αποκαλύπτεται καθώς ομοσπονδιακό δικαστήριο αποφάσισε την αναστολή ως τη Δευτέρα του παγώματος κρατικών ενισχύσεων, επιχορηγήσεων και δανείων του δημοσίου που αποφάσισε ο πρόεδρος των ΗΠΑ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ εξήγγειλε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του πως θα μειώσει το βάρος του ομοσπονδιακού κρατικού μηχανισμού και θα περικόψει τις δαπάνες.