Η κίνηση έρχεται αφότου ο Μπαρνιέ προσπάθησε τη Δευτέρα να περάσει δίχως ψηφοφορία νομοσχέδιο επί του προϋπολογισμού της κυβέρνησής του για το 2025, ο οποίος περιελάμβανε μέτρα για την κάλυψη της μεγάλης τρύπας στα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας
Οι Γάλλοι βουλευτές θα ψηφίσουν την Τετάρτη τις προτάσεις μομφής που έχουν κατατεθεί, οι οποίες αναμένονται ευρέως να ανατρέψουν την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μισέλ Μπαρνιέ, καθώς η χώρα αντιμετωπίζει βαθιά πολιτική κρίση και τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα.
Η κίνηση έρχεται αφότου ο Μπαρνιέ προσπάθησε τη Δευτέρα να περάσει δίχως ψηφοφορία νομοσχέδιο επί του προϋπολογισμού της κυβέρνησής του για το 2025, ο οποίος περιελάμβανε μέτρα για την κάλυψη της μεγάλης τρύπας στα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας και την επαναφορά του ελλείμματος με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Στον προϋπολογισμό ακόμη περλαμβάνονται αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών αξίας 60 δισεκατομμυρίων ευρώ με στόχο τη μείωση του ελλείμματος στο 5% το επόμενο έτος, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κυβέρνησης. Ορισμένα από τα μέτρα δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλή στα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως η καθυστέρηση της αντιστοίχισης των αυξήσεων των συντάξεων με τον πληθωρισμό.
Ο Μπαρνιέ, ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία μόλις δύο μήνες ως αρχηγός μιας κυβέρνησης μειοψηφίας που υποστηρίζεται από κεντρώους και συντηρητικούς, προσπάθησε να περάσει μέρος του προϋπολογισμού χρησιμοποιώντας έναν αμφιλεγόμενο συνταγματικό μηχανισμό που παρέκαμψε μια ψηφοφορία στο νομοθετικό σώμα.
Ωστόσο, αυτός ο ελιγμός έδωσε στους βουλευτές την ευκαιρία να υποβάλουν προτάσεις μομφής εναντίον του.
Η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση πρόκειται τώρα να συμμετάσχει στην ψηφοφορία και να υπερψηφίσει τις προτάσεις μομφής, αφού το κόμμα απέτυχε να λάβει όσες παραχωρήσεις επιθυμούσε από τον Μπαρνιέ.
Η πρόταση δυσπιστίας είναι απλώς το τελευταίο επεισόδιο σε ένα πολιτικό σίριαλ στη Γαλλία, όπου κανένα κόμμα δεν έχει κερδίσει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο από τις πρόωρες εκλογές του Ιουλίου.
Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν πως η Γαλλία θα βυθιστεί σε πολιτικό χάος. Καμία κυβέρνηση δεν έχει ηττηθεί σε ψηφοφορία πρότασης δυσπιστίας από το 1962 και ο Μπαρνιέ ενδέχεται να γίνει ο πρωθυπουργός της Γαλλίας με τη μικρότερη θητεία στην ιστορία. Το υπουργικό συμβούλιο του θα πρέπει να υπηρετεί με υπηρεσιακή ιδιότητα έως ότου ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ορίσει νέα ηγεσία.
Αλλά δεν είναι σαφές πώς οποιοσδήποτε μελλοντικός πρωθυπουργός θα βρει ενιαία υποστήριξη σε ένα πολιτικά διχασμένο τοπίο και θα αποφύγει να ανατραπεί με παρόμοιο τρόπο. Το κοινοβούλιο είναι βαθιά χωρισμένο σε τρία μπλοκ: τους κεντρώους του κόμματος του Μακρόν, την ακροδεξιά του κόμματος της Μαρίν Λε Πέν και έναν αριστερό συνασπισμό.
Αυτό το αδιέξοδο καθιστά πολύ πιο δύσκολο να επιλυθούν τα δημοσιονομικά προβλήματα της κυβέρνησης.
Τη Δευτέρα, οι ανησυχίες για τον αντίκτυπο της πολιτικής δίνης στα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας ώθησαν για λίγο το κόστος δανεισμού της κυβέρνησης πάνω από αυτό της Ελλάδας.
Το δημόσιο χρέος της Γαλλίας πλησιάζει το 111% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης S&P Global Ratings, εν μέρει καθώς το κράτος ξόδεψε πολλά για να τονώσει την οικονομία από την πανδημία και την ενεργειακή κρίση που πυροδοτήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.
Ο οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας αναμένει ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γαλλίας θα φτάσει το 6,2% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του έτους. Αυτό είναι υπερδιπλάσιο από το όριο του 3% που επιβάλλεται από τους κανόνες της ΕΕ και ένα από τα μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα μεταξύ των χωρών που χρησιμοποιούν το ευρώ.
«Η Γαλλία παραμένει μια ισορροπημένη, ανοιχτή, πλούσια και διαφοροποιημένη οικονομία, με μια βαθιά εσωτερική δεξαμενή ιδιωτικών αποταμιεύσεων», δήλωσε η S&P την Παρασκευή. Ωστόσο, πρόσθεσε ότι η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας θα μπορούσε να μειωθεί εάν η κυβέρνηση «δεν είναι σε θέση να μειώσει τα μεγάλα δημοσιονομικά της ελλείμματα» ή εάν η οικονομική ανάπτυξη υποβαθμίσει τις προσδοκίες του οίκου για μια σταθερή περίοδο.
Η διαδικασία
Τις πρώτες βραδινές ώρες σήμερα αναμένεται να αποφανθεί η γαλλική Εθνοσυνέλευση επί της πρότασης μομφής σε βάρος της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ και σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες ενδείξεις αναμένεται να την εγκρίνει.
Η σχετική συζήτηση, όπως έχει ανακοινωθεί, θα ξεκινήσει στις 17. 30 ώρα Ελλάδας και σε πρώτη φάση θα αφορά και τις δύο προτάσεις μομφής που έχουν υποβληθεί: μία από την πλευρά του Νέου Λαϊκού Μετώπου της αριστεράς και μία από το ακροδεξιό κόμμα «Εθνικός Συναγερμός» της Μαρίν Λε Πέν.
Θα ακολουθήσει η σχετική συζήτηση και στη συνέχεια θα τεθεί σε ψηφοφορία η πρόταση μομφής που φέρει τον μεγαλύτερο αριθμό υπογραφών, δηλαδή αυτή των κομμάτων της αριστεράς. Με δεδομένο ότι η Μαρίν Λε Πέν έχει ξεκαθαρίσει πως το κόμμα της θα την υπερψηφίσει, οδηγώντας στην πτώση της κυβέρνησης, δεν φαίνεται πιθανό να απαιτηθεί ψηφοφορία και επί της πρότασης μομφής του δικού της κόμματος.
Ως προς το τι μέλλει γενέσθαι στη συνέχεια, το βέβαιο είναι ότι τον πρώτο λόγο θα τον έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Εμανουέλ Μακρόν ο οποίος οφείλει να διορίσει εκ νέου πρωθυπουργό και να προχωρήσει μαζί του στο σχηματισμό της νέας κυβέρνησης.
Με δεδομένη την ελευθερία κινήσεων του Γάλλου προέδρου στο θέμα αυτό το ερώτημα που κυριαρχεί είναι αν είναι εφικτή στην παρούσα φάση η συγκρότηση μίας νέας κυβέρνησης που δεν θα κινδυνεύει να πέσει έπειτα από νέα πρόταση μομφής, με άλλα λόγια που θα διαθέτει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Ο πρώην πρωθυπουργός Γκαμπριέλ Ατάλ, νυν επικεφαλής της παράταξης που στηρίζει τον πρόεδρο Μακρόν, δήλωσε σήμερα ότι αυτό είναι εφικτό να συμβεί αν συμπορευτούν με τα κόμματα της λεγόμενης προεδρικής πλειοψηφίας οι Σοσιαλιστές (που σήμερα αναμένεται να υπερψηφίσουν την πρόταση μομφής) και οι Ρεπουμπλικάνοι, (που θα την καταψηφίσουν). Σε ό,τι αφορά το μείζον πρόβλημα της έγκρισης του κρατικού προϋπολογισμού της Γαλλίας για το 2025 δύο είναι τα πιθανά σενάρια: Το πρώτο είναι να σχηματιστεί μία νέα κυβέρνηση που με συνοπτικές διαδικασίες θα τον εγκρίνει και το δεύτερο σενάριο είναι, έπειτα από απόφαση της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, να μην καταρτιστεί -μέχρι νεωτέρας- νέος προϋπολογισμός και να συνεχίσει να λειτουργεί το κράτος έχοντας ως οροφή εσόδων και δαπανών αυτές του 2024.