Η παγκόσμια παραγωγή μειώθηκε από τα 3,42 εκατομμύρια τόνους το 2021-2022, στα 2,57 εκατομμύρια τόνους το 2022-2023 – Η κατάσταση αυτή έχει προκαλέσει μεγάλη αύξηση των τιμών από 50% ως 70%
Βελτίωση της άρδευσης, επιλογή νέων ποικιλιών, μεταφορά των καλλιεργειών… Αντιμέτωποι με την άνοδο της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας, που πλήττει τις σοδειές και ανεβάζει αλματωδώς τις τιμές, οι επαγγελματίες του ελαιολάδου διπλασιάζουν τις προσπάθειες για να βρουν λύσεις, από κοινού με τον κόσμο της επιστήμης.
«Η κλιματική αλλαγή είναι ήδη μια πραγματικότητα, πρέπει να προσαρμοσθούμε», τόνισε χθες, Τετάρτη, ο Χάιμε Λίγιο, εκτελεστικός διευθυντής του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιουργίας (COI), με την ευκαιρία του πρώτου Παγκόσμιου Συνεδρίου για το ελαιόλαδο, που διεξάγεται μέχρι και σήμερα στη Μαδρίτη με 300 συμμετέχοντες.
Πρόκειται για μια «πραγματικότητα» οδυνηρή για το σύνολο του τομέα, ο οποίος βρίσκεται εδώ και δύο χρόνια αντιμέτωπος με μια πρωτοφανούς έκτασης μείωση της παραγωγής, με φόντο κύματα καύσωνα και ακραία ξηρασία στις κύριες χώρες παραγωγούς, όπως η Ισπανία, η Ελλάδα ή η Ιταλία.
Μείωση παραγωγής, αύξηση τιμών
Η παγκόσμια παραγωγή μειώθηκε έτσι, σύμφωνα με το COI, από τα 3,42 εκατομμύρια τόνους το 2021-2022, στα 2,57 εκατομμύρια τόνους το 2022-2023, κατέγραψε δηλαδή πτώση περίπου κατά ένα τέταρτο. Και με βάση τα στοιχεία που ανακοινώνονται από τα 37 κράτη μέλη του οργανισμού, η παραγωγή αναμένεται να μειωθεί και πάλι το 2023-2024 στους 2,41 εκατ. τόνους.
Η κατάσταση αυτή έχει προκαλέσει μεγάλη αύξηση των τιμών από 50% ως 70%, ανάλογα με την ποικιλία στη διάρκεια της χρονιάς που πέρασε. Στην Ισπανία, η οποία παρέχει τη μισή από τη συνολική παγκόσμια ποσότητα ελαιολάδου, οι τιμές έχουν μάλιστα τριπλασιασθεί σε σύγκριση με τις αρχές του 2021, προς μεγάλη απογοήτευση των καταναλωτών.
«Η ένταση στις αγορές και η αύξηση των τιμών αποτέλεσαν ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο ‘στρες τεστ’ για τον τομέα μας. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαμε δει κάτι τέτοιο», διαβεβαίωσε ο Πέδρο Μπαράτο, πρόεδρος του Διεπαγγελματικού Οργανισμού του Ισπανικού Ελαιολάδου.
«Οφείλουμε να προετοιμασθούμε για όλο και πιο περίπλοκα σενάρια για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση», συνέχισε συγκρίνοντας την κατάσταση που βιώνουν οι ελαιοκαλλιεργητές με τις «αναταράξεις» που πέρασε ο τραπεζικός τομέας στη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008.
Εκ των πραγμάτων, οι προοπτικές δεν είναι καθόλου ευχάριστες.
Οι λύσεις που προωθούνται
Σήμερα, περισσότερο από το 90% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου προέρχεται από τη λεκάνη της Μεσογείου. Όμως, σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για την Κλιματική Αλλαγή (GIEC), η περιφέρεια αυτή -η οποία περιγράφεται ως «θερμό σημείο» της κλιματικής αλλαγής- θερμαίνεται κατά 20% ταχύτερα από το μέσο όρο.
Είναι μια κατάσταση που θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να πλήξει την παγκόσμια παραγωγή. «Αντιμετωπίζουμε μια ευαίσθητη κατάσταση», εξαιτίας της οποίας πρέπει «να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο χειριζόμαστε τα δένδρα και τα εδάφη», συνοψίζει ο Γιώργος Κουμπούρης, ερευνητής στο ελληνικό Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου.
«Η ελιά είναι ένα από τα φυτά που έχουν προσαρμοστεί καλύτερα στο ξηρό κλίμα. Όμως, σε περίπτωση ακραίας ξηρασίας, ενεργοποιεί μηχανισμούς για να προστατευθεί και δεν παράγει πλεόν τίποτα. Για να έχει ελιές, χρειάζεται μια ελάχιστη ποσότητα νερού», επιμένει από την πλευρά του ο Χάιμε Λίγιο.
Ανάμεσα στις λύσεις που προωθούνται στη Μαδρίτη περιλαμβάνεται η γενετική έρευνα: εδώ και χρόνια, εκατοντάδες ποικιλίες ελαιοδένδρων έχουν δοκιμασθεί για να εντοπισθούν τα είδη που είναι πιο καλά προσαρμοσμένα στην κλιματική αλλαγή, κυρίως ανάλογα με το πότε ανθίζουν.
Ο στόχος είναι να βρεθούν «ποικιλίες που έχουν ανάγκη λιγότερες ώρες ψύχους το χειμώνα και ανθίστανται καλύτερα στο στρες που προκαλείται από την έλλειψη νερού ορισμένες στιγμές-κλειδιά» του χρόνου, όπως την άνοιξη, συνοψίζει ο Χουάν Αντόνιο Πόλο, υπεύθυνος στο COI για τεχνολογικά ζητήματα.
Ο άλλος μεγάλος άξονας των ερευνών των επιστημόνων αφορά την άρδευση, την οποία ο τομέας επιθυμεί να αναπτύξει αποθηκεύοντας νερό της βροχής, ανακυκλώνοντας χρησιμοποιημένα ύδατα ή αφαλατώνοντας το θαλασσινό νερό, ενώ παράλληλα θα βελτιώσει την «αποδοτικότητά» της.
Αυτό σημαίνει εγκατάλειψη της «επιφανειακής άρδευσης» και γενίκευση των «συστημάτων σταγόνας», που κατευθύνουν το νερό «απ’ ευθείας στις ρίζες των δένδρων» και επιτρέπουν να αποφεύγεται η σπατάλη, επιμένει ο Κώστας Χαρτζουλάκης του ελληνικού Ινστιτούτου Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου.
Για την προσαρμογή στα νέα κλιματικά δεδομένα, εξετάζεται και μια τρίτη, πιο ριζοσπαστική λύση: να εγκαταλειφθεί η παραγωγή σε ορισμένα εδάφη, τα οποία μπορεί να μην είναι πια κατάλληλα επειδή θα έχουν γίνει υπερβολικά ερημικά, και να αναπτυχθεί σε άλλα.
Το φαινόμενο αυτό «έχει ήδη αρχίσει», αν και σε μικρή κλίμακα, με την εμφάνιση «νέων φυτειών» σε περιφέρειες που ήταν μέχρι τώρα ξένες στην καλλιέργεια της ελιάς, διευκρινίζει ο Χάιμε Λίγιο, ο οποίος δηλώνει «αισιόδοξος» για το μέλλον, παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τομέας.
«Χάρη στη διεθνή συνεργασία, λίγο-λίγο θα βρούμε τις λύσεις», υπόσχεται.