Το 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, επτά μήνες μετά την έναρξη της θητείας του. Στη δεύτερη θητεία του, το έκανε την πρώτη μέρα
Σύμφωνα με το σχετικό εκτελεστικό διάταγμα που υπέγραψε στις 20 Ιανουαρίου, οι διεθνείς συμφωνίες του ΟΗΕ για το κλίμα «δεν αντικατοπτρίζουν τις αξίες της χώρας μας…» και «διοχετεύουν τα δολάρια των Αμερικανών φορολογουμένων σε χώρες που δεν χρειάζονται ή δεν αξίζουν οικονομική βοήθεια με βάση το συμφέρον του αμερικανικού λαού».
Εν τω μεταξύ, μόλις 10 μέρες πριν, ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός είχε επιβεβαιώσει πως το 2024 ήταν η πιο θερμή χρονιά στην καταγεγραμμένη ιστορία: η μέση θερμοκρασία του πλανήτη κυμάνθηκε στους 1,55°C πάνω από τα μέσα επίπεδα θερμοκρασίας της προβιομηχανικής εποχής, δηλαδή του μέσου όρου θερμοκρασίας μεταξύ 1850-1900.
Επιπλέον, τα τελευταία δέκα χρόνια είναι επισήμως τα πιο θερμά καταγεγραμμένα στην ιστορία.
Δέκα χρόνια, λοιπόν, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας του Παρισιού, στόχος της οποίας ήταν να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη κάτω από τους 2 και κατά προτίμηση κάτω από τους 1,5 βαθμούς Κελσίου, η κατάσταση φαντάζει ιδιαίτερα δυσοίωνη και οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι πιο αισθητές παρά ποτέ.
Έχει μέλλον η παγκόσμια κλιματική διπλωματία χωρίς τη συμμετοχή των ΗΠΑ; Κατά πόσον είναι ακόμα εφικτός ο στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού;
Τι διαφορά έχει η Συμφωνία του Παρισιού από τη Σύμβαση-Πλαίσιο του ΟΗΕ για το Κλίμα (UNFCCC);
Η UNFCCC (Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή) τέθηκε σε ισχύ στις 21 Μαρτίου 1994. Σήμερα, έχει καθολική συμμετοχή. Οι 198 χώρες που την έχουν επικυρώσει ονομάζονται συμβαλλόμενα μέρη. Ο απώτερος στόχος της είναι η πρόληψη της «επικίνδυνης» ανθρώπινης παρέμβασης στο κλιματικό σύστημα.
Η COP (Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Kλιματική Aλλαγή) είναι το ανώτατο όργανο λήψης αποφάσεων της Σύμβασης. Λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο, σε αυτήν εκπροσωπούνται όλα τα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση, και επανεξετάζει κάθε φορά την εφαρμογή της Σύμβασης και κάθε άλλης νομικής πράξης που έχει υιοθετηθεί.
Σε αυτήν λαμβάνονται οι αναγκαίες αποφάσεις για την προώθηση της αποτελεσματικής εφαρμογής της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των θεσμικών και διοικητικών ρυθμίσεων.
Η Συμφωνία του Παρισιού εγκρίθηκε από 196 συμβαλλόμενα μέρη στην COP 21 στο Παρίσι, στις 12 Δεκεμβρίου 2015 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Νοεμβρίου 2016.
Είναι μια διεθνής συνθήκη για το κλίμα που αποσκοπεί στον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε επίπεδα πολύ κάτω των 2 βαθμών Κελσίου, κατά προτίμηση στους 1,5 βαθμούς Κελσίου, σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Για την επίτευξη αυτού του μακροπρόθεσμου στόχου, οι χώρες επιδιώκουν να επιτύχουν την παγκόσμια κορύφωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου το συντομότερο δυνατό, ώστε να επιτευχθεί ένας κλιματικά ουδέτερος κόσμος μέχρι τα μέσα του αιώνα.
Η Συμφωνία του Παρισιού, ορόσημο στον αγώνα κατά της κλιματικής έκτακτης ανάγκης, καθορίζει το πρώτο πλαίσιο παγκόσμιας δράσης κατά των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τόσο από τις ανεπτυγμένες όσο και από τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Περιέχει στοιχεία προηγούμενων σχεδίων δράσης για το κλίμα και συμφωνιών στο πλαίσιο της UNFCCC. Σε αντίθεση με το Πρωτόκολλο του Κιότο (1997), το οποίο θέσπισε νομικά δεσμευτικές ρυθμίσεις μείωσης των εκπομπών για τις ανεπτυγμένες χώρες. Στον πυρήνα της νέας συμφωνίας βρίσκεται μια εθελοντική προσέγγιση, που συμφωνήθηκε από όλους τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων το 2009 στην Κοπεγχάγη της Δανίας.
Ρωτήσαμε την Εμμανουέλα Δούση, καθηγήτρια Διεθνών Θεσμών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κάτοχο της έδρας UNESCO για την Κλιματική Διπλωματία, πού βρισκόμαστε σήμερα σε σχέση με το 2015 και πώς θα επηρεάσει η αποχώρηση των ΗΠΑ την εφαρμογή της Συμφωνίας του Παρισιού και τις ισορροπίες στην παγκόσμια κλιματική διπλωματία.
«Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά από το 2015, διότι τότε μόλις είχε υιοθετηθεί η Συμφωνία του Παρισιού και το μεγάλο στοίχημα ήταν να δεσμευτούν οι αναπτυσσόμενες χώρες –δηλαδή κυρίως η Κίνα– που μέχρι τότε δεν είχαν υποχρεώσεις μείωσης των εκπομπών CO2 (διοξειδίου του άνθρακα).
Η Κίνα πράγματι ανέλαβε δεσμεύσεις και έκτοτε, δηλαδή σχεδόν δέκα χρόνια μετά, τα κράτη δείχνουν τουλάχιστον να έχουν πάρει πιο σοβαρά το θέμα της κλιματικής αλλαγής.
Αποτέλεσμα της Συμφωνίας ήταν η υποχρέωσή τους να υιοθετήσουν και να υποβάλουν στα Ηνωμένα Έθνη Εθνικά Σχέδια Δράσης μείωσης των εκπομπών CO2 και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
Πάνω από 150 κράτη έχουν καταθέσει σχέδια μείωσης των εκπομπών CO2, πολλά από τα οποία έχουν φιλόδοξες δεσμεύσεις», εξηγεί η Δούση.
Με την αποχώρησή τους, οι ΗΠΑ γίνονται μέλος της πολύ μικρής μειοψηφίας χωρών που δε μετέχουν στη Συμφωνία: πρόκειται μόνο για το Ιράν, τη Λιβύη και την Υεμένη.
Άρθρο του insidestory.gr
ΠΗΓΗ ΕΑΕΤΕ