Η ανάλυση αποκαλύπτει επίσης τη δυνατότητα να συγκεντρωθούν έσοδα μέσω της επιβολής ενός φόρου για τις ζημιές από το κλίμα, ο οποίος θα ξεκινά το πρώτο έτος από τα 5 δολάρια ανά τόνο ισοδύναμου CO₂ που εκπέμπεται από το πετρέλαιο και το αέριο που εξορύσσουν οι εταιρείες
Νέα ανάλυση δείχνει ότι η φορολόγηση των εταιρειών ορυκτών καυσίμων θα μπορούσε να αυξήσει τα κονδύλια του ταμείου του ΟΗΕ για τις απώλειες και ζημίες της κλιματικής κρίσης κατά 2.000%.
- Η φορολόγηση των εξορύξεων της ExxonMobil για το 2023 θα μπορούσε να καλύψει το μισό κόστος του τυφώνα Beryl
- Η φορολόγηση των εξορύξεων της Shell για το 2023 θα μπορούσε να καλύψει μεγάλο μέρος των ζημιών του τυφώνα Carina
- Η φορολόγηση των εξορύξεων της TotalEnergies για το 2023 θα μπορούσε να καλύψει πάνω από 30 φορές το κόστος των πλημμυρών του 2024 στην Κένυα
Ένας μικρός φόρος σε μόλις επτά από τις μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου και αερίου στον κόσμο θα μπορούσε να αυξήσει το Ταμείο του ΟΗΕ για την αντιμετώπιση των απωλειών και ζημιών από την κλιματική κρίση κατά περισσότερο από 2.000% και να συμβάλει στην αντιμετώπιση του κόστους των ακραίων καιρικών φαινομένων, σύμφωνα με νέα ανάλυση που δημοσιεύθηκε από τη διεθνή Greenpeace και τη Stamp Out Poverty.
Μακροπρόθεσμος φόρος στην εξόρυξη ορυκτών καυσίμων
Οι οργανώσεις ζητούν να επιβληθεί μακροπρόθεσμος φόρος στην εξόρυξη ορυκτών καυσίμων, με ετήσιες αυξήσεις, σε συνδυασμό με φόρους στα υπερκέρδη των εταιρειών και άλλες εισφορές.
Οι οργανώσεις τονίζουν το τεράστιο οικονομικό κόστος ορισμένων από τα χειρότερα καιρικά φαινόμενα του τρέχοντος έτους που αποδόθηκαν στην κλιματική αλλαγή, όπως ο τυφώνας Beryl, ο τυφώνας Helene, οι καύσωνες στην Ινδία τον Μάιο, ο τυφώνας Carina/Gaemi, οι πλημμύρες στη Βραζιλία τον Μάιο και οι πλημμύρες στην Κένυα και την Τανζανία τον Απρίλιο. Η ανάλυση διαπιστώνει ότι μόνο αυτά τα ακραία καιρικά φαινόμενα κόστισαν συνολικά 64,6 δισ. δολάρια, με το κόστος να κυμαίνεται από 2,9 δισ. δολάρια (τυφώνας Carina) έως 25 δισ. δολάρια (καύσωνες στην Ινδία).
Το κόστος αυτό, το οποίο αποτελεί μόνο ένα μικρό ποσοστό της συνολικής ζημίας που προκαλούν τα ακραία καιρικά φαινόμενα σε παγκόσμιο επίπεδο, αναδεικνύει και το μέγεθος της ζημίας που προκαλούν οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων.
Η ανάλυση αποκαλύπτει επίσης τη δυνατότητα να συγκεντρωθούν έσοδα μέσω της επιβολής ενός φόρου για τις ζημιές από το κλίμα (Climate Damage Tax – CDT), ο οποίος θα ξεκινά το πρώτο έτος από τα 5 δολάρια ανά τόνο ισοδύναμου CO₂ που εκπέμπεται από το πετρέλαιο και το αέριο που εξορύσσουν οι εταιρείες.
Συνολικά, οι επτά εταιρείες πετρελαίου και αερίου που παρουσιάζονται στην έκθεση είχαν κέρδη σχεδόν 150 δισεκατομμυρίων δολαρίων πέρυσι. Επίσης, η αύξηση του CDT κατά 5 δολάρια ανά τόνο ετησίως, συν τον πληθωρισμό, θα απέφερε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το τέλος της δεκαετίας, σύμφωνα με την έκθεση.
“Ποιος πρέπει να πληρώσει; Αυτό είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα κλιματικής δικαιοσύνης και είναι καιρός να μετατοπιστεί το οικονομικό βάρος της κλιματικής κρίσης από τα θύματά της στους ρυπαίνοντες που την προκαλούν.” – Greenpeace
“Ενώ οι εταιρείες-γίγαντες του πετρελαίου και του αερίου συνεχίζουν να αποκομίζουν τραγελαφικά επίπεδα κέρδους από την εκμετάλλευση των πόρων, οι ζημιές που προκύπτουν από τις δραστηριότητές τους πλήττουν δυσανάλογα τους ανθρώπους που δεν ευθύνονται για την κλιματική κρίση. Ένας φόρος για τις κλιματικές ζημίες – μαζί με άλλες εισφορές στα ορυκτά καύσιμα και στους τομείς με υψηλές εκπομπές ρύπων – θα κάνει τους ρυπαίνοντες να πληρώσουν το κόστος των κλιματικών επιπτώσεων, καθώς και να στηρίξουν τους εργαζόμενους και τις πληγείσες κοινότητες κατά τη μετάβαση σε καθαρή ενέργεια, θέσεις εργασίας και μεταφορές”, δήλωσε ο David Hillman, Διευθυντής του Stamp Out Poverty.
Εάν εισαχθεί σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, ο φόρος CDT[4] θα διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στη χρηματοδότηση της δράσης για το κλίμα και θα μπορούσε να συγκεντρώσει περίπου 900 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2030 για τη στήριξη των κυβερνήσεων και των κοινοτήτων σε όλο τον κόσμο, καθώς αντιμετωπίζουν τις αυξανόμενες κλιματικές επιπτώσεις – ιδίως οι πιο ευάλωτες χώρες[5].
“Ποιος πρέπει να πληρώσει; Αυτό είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα κλιματικής δικαιοσύνης και είναι καιρός να μετατοπιστεί το οικονομικό βάρος της κλιματικής κρίσης από τα θύματά της στους ρυπαίνοντες που την προκαλούν. Η ανάλυσή μας αποκαλύπτει το μέγεθος της τεράστιας πρόκλησης που αποτελούν οι κλιματικές απώλειες και ζημιές και την επείγουσα ανάγκη για καινοτόμες λύσεις ώστε να συγκεντρωθούν τα κεφάλαια για την αντιμετώπισή τους. Καλούμε τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο να υιοθετήσουν τον φόρο για τις κλιματικές ζημιές και άλλους μηχανισμούς ώστε να αντλήσουν τους απαραίτητους πόρους από τη βιομηχανία πετρελαίου και αερίου”, δήλωσε ο Abdoulaye Diallo, συν-επικεφαλής της εκστρατείας Stop Drilling Start Paying της διεθνούς Greenpeace.
Το αίτημα των οργανώσεων να πληρώσουν οι ρυπαντές έρχεται μετά από δύο εβδομάδες διαμαρτυριών, όπου παραδόθηκαν στα γραφεία των TotalEnergies, Eni, Equinor και OMV κοντέινερ με σπασμένα παιχνίδια, έπιπλα, συσκευές και άλλα αντικείμενα που μεταφέρθηκαν από περιοχές που επλήγησαν από πλημμύρες και καταιγίδες σε όλο τον κόσμο. Διαμαρτυρίες από ομάδες της Greenpeace και επιζώντες από ακραία καιρικά φαινόμενα πραγματοποιήθηκαν στην Αυστρία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Νορβηγία, τη Ρουμανία, τη Νότια Αφρική, την Ισπανία και τις Φιλιππίνες.
Η παραπάνω έκθεση παρουσιάστηκε σε συνέντευξη τύπου στο Μπάκου στην COP29, τη δεύτερη εβδομάδα διαπραγματεύσεων για το κλίμα. Ως τώρα, η πρόοδος είναι αργή και η πολιτική βούληση ανεπαρκής, όμως η κλιματική κρίση δεν περιμένει: θα σταθούν οι ηγέτες στο ύψος των περιστάσεων ή θα κρυφτούν πίσω από ημίμετρα;