Ο κίνδυνος εμφάνισης καρδιακών παθήσεων στις μητέρες διδύμων είναι διπλάσιος τον πρώτο χρόνο μετά τη γέννηση σε σύγκριση με τις μητέρες που γεννούν ένα βρέφος, όπως διαπιστώνει έρευνα που δημοσιεύθηκε στο «European Heart Journal». Ο κίνδυνος αυτός είναι ακόμα μεγαλύτερος για τις μητέρες διδύμων που είχαν υψηλή πίεση κατά την εγκυμοσύνη.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Ιατρική Σχολή Rutgers Robert Wood Johnson, στο Νιου Τζέρσεϊ, μελέτησαν στοιχεία για 36 εκατομμύρια τοκετούς που ελήφθησαν από την βάση δεδομένων των αμερικανικών νοσοκομείων «Nationwide Readmissisons Database» από το 2010 ως το 2020. Στη συνέχεια χώρισαν τις εγκύους σε τέσσερις ομάδες: όσες είχαν δίδυμα αλλά φυσιολογική αρτηριακή πίεση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όσες είχαν δίδυμα και υπερτασική νόσο κύησης, όσες είχαν μονήρη κύηση με φυσιολογική αρτηριακή πίεση και όσες είχαν μονήρη κύηση με υπερτασική νόσο κύησης. Η υπερτασική νόσος κύησης περιλαμβάνει την υπέρταση κατά την εγκυμοσύνη, την προεκλαμψία και την εκλαμψία. Για κάθε ομάδα, οι ερευνητές υπολόγισαν το ποσοστό των ασθενών που εισήχθησαν εκ νέου στο νοσοκομείο κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου μετά τον τοκετό με οποιονδήποτε τύπο καρδιαγγειακής νόσου, συμπεριλαμβανομένης της καρδιακής προσβολής, της καρδιακής ανεπάρκειας ή του εγκεφαλικού επεισοδίου.

Διαπίστωσαν ότι το ποσοστό των επανεισαγωγών για καρδιαγγειακά νοσήματα εντός ενός έτους από τον τοκετό ήταν συνολικά υψηλότερο για τις γυναίκες με δίδυμα (1.105,4 ανά 100.000 γεννήσεις) σε σχέση με τις μονήρεις κυήσεις (734,1 ανά 100.000 γεννήσεις). Οι μητέρες με δίδυμα και φυσιολογική αρτηριακή πίεση είχαν περίπου διπλάσιες πιθανότητες να νοσηλευτούν με καρδιαγγειακά νοσήματα σε σύγκριση με τις μονήρεις κυήσεις με φυσιολογική αρτηριακή πίεση. Ωστόσο, για τις μητέρες με δίδυμα και υψηλή αρτηριακή πίεση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ο κίνδυνος ήταν περισσότερο από οκτώ φορές υψηλότερος.

Αντίθετα, ένα έτος μετά τη γέννα οι θάνατοι από οποιαδήποτε αιτία, συμπεριλαμβανομένης της καρδιακής νόσου, ήταν υψηλότεροι μεταξύ των ασθενών με μονήρεις κυήσεις και υψηλή αρτηριακή πίεση σε σύγκριση με τους ασθενείς με δίδυμα και υψηλή αρτηριακή πίεση. Αυτό υποδηλώνει, σύμφωνα με τους ερευνητές, ότι ο κίνδυνος για τις μητέρες διδύμων μειώνεται μακροπρόθεσμα, ενώ οι μητέρες με μονήρεις κυήσεις μπορεί να έχουν άλλους προϋπάρχοντες παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου.

Ωστόσο, οι ερευνητές διευκρινίζουν ότι δεν μπόρεσαν να εξετάσουν βασικούς παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα, όπως η φυλή και η εθνικότητα, το κάπνισμα, η παχυσαρκία και η χρήση ναρκωτικών, καθώς δεν καταγράφονταν με συνέπεια στη βάση δεδομένων.

Σε συνοδευτικό άρθρο, η δρ. Κάθριν Εκόνομι από το Νοσοκομείο Brigham and Women’s Hospital στη Βοστόνη επισημαίνει ότι περίπου το 33% των θανάτων που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη οφείλονται σε καρδιαγγειακά συμβάντα και κάνει λόγο για «κενό γνώσεων» σχετικά με την εγκυμοσύνη και την καρδιαγγειακή νόσο, όσον αφορά στις δίδυμες κυήσεις που είναι το 3,1%. «Για να αντιμετωπίσουν αυτό το κενό οι ερευνητές στη συγκεκριμένη δημοσίευση παρουσιάζουν νέα δεδομένα», συνεχίζει η ίδια και προσθέτει ότι «θα πρέπει να αγκαλιάσουμε το τέταρτο τρίμηνο, δηλαδή δώδεκα εβδομάδες μετά τον τοκετό, ως μια κρίσιμη χρονική περίοδο για την πραγματοποίηση σημαντικών αλλαγών που θα επηρεάσουν τη μακροπρόθεσμη καρδιαγγειακή υγεία. Η συνεργασία μεταξύ μαιευτήρων, καρδιολόγων και άλλων ειδικών γιατρών είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της μητρικής θνησιμότητας και τη μείωση των επιπλοκών μετά τον τοκετό».