Η τελευταία δημιουργία του σημαντικού και βραβευμένου Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι «Ο Διάβολος Δεν Υπάρχει» είναι η σημαντικότερη πρεμιέρα της εβδομάδας. Από τις υπόλοιπες πέντε καινούργιες ταινίες, που βγαίνουν απόψε στις κινηματογραφικές αίθουσες, αναμένεται να τραβήξουν το ενδιαφέρον του κοινού το βιογραφικό «Bob Marley: One Love» του Ρεϊνάλντο Μάρκους Γκριν, το δράμα φαντασίας «Άγνωστοι Μεταξύ μας» του Άντριου Χέιγκ και η υπερηρωική περιπέτεια «Madame Web» με την Ντακότα Τζόνσον.
Ο Διάβολος Δεν Υπάρχει
(“Evil Does Not Exist”) Δραματική ταινία, ιαπωνικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, με τους Άικο Ισαμπάσι, Χιτόσι Ομίκα, Αγιάκα Σιμπουτάνι κα.
Από τις ταινίες που η υπομονή του θεατή επιβραβεύεται πλήρως. Ένα χαμηλόφωνο οικολογικό και όχι μόνο παραμύθι, που συνεπαίρνει με τις συγκλονιστικές εικόνες μίας ανέγγιχτης φύσης, την αρμονία συνύπαρξης άγριας ζωής και ανθρώπου, αλλά και ευγενικών μηνυμάτων που στόχο έχουν την αφύπνιση.
Ο Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, μετά το πολυβραβευμένο «Drive My Car», με τη γνωστή υπνωτιστική κινηματογραφική του αφήγηση, θα καταστήσει τη φύση το παν στην ταινία του, ενώνοντας τους ήχους της με μία λυρική μελωδία, βάζοντας στην καρδιά του θεατή τα πολυτιμότερα στοιχεία της ζωής.
Στην ιαπωνική ύπαιθρο ο Τακούμι μεγαλώνει μόνος το κορίτσι του, την Χάνα. Έχει μάθει να αφουγκράζεται τη φύση, να ακολουθεί τις προσταγές της, να τη σέβεται ως μία θεότητα. Όταν έρχονται στην περιοχή οι εκπρόσωποι ενός φιλόδοξου επιχειρηματικού σχεδίου, για ένα κάμπινγκ πολυτελείας, ο Τακούμι αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες και έρχεται σε αντιπαράθεση μαζί τους, με απρόσμενες συνέπειες.
Ο Χαμαγκούτσι, αφήνει τον χρόνο και τις εικόνες να αναπτυχθούν σε ειρήνη, χωρίς να βιάζεται να αποκαλύψει τις πραγματικές πτυχές της ιστορίας του. Η ειδυλλιακή καθημερινότητα, η εξάρτηση του ανθρώπου από τη φύση και την παρθένα μορφή της, που κόβει την ανάσα με την ομορφιά της, αλλά και με τη ζωντάνια της, απειλούνται.
Όπως το συνηθίζει, αποκρύπτοντας κρίσιμες λεπτομέρειες της ιστορίας του, ο μινιμαλιστής Ιάπωνας σκηνοθέτης θα φέρει δεξιοτεχνικά στο προσκήνιο το μυστήριο. Θα προσθέσει στην αφήγησή του μία υπόγεια ένταση, με τους κινδύνους και τις απειλές να βρίσκονται εκτός των υπέροχων κάδρων του.
Πιάνοντας τον θεατή στον ύπνο, αφού προηγουμένως τον έχει σαγηνεύσει με τους αργόσυρτους ρυθμούς του και τα υπέροχα πλάνα του, θα αποκαλύψει τις πραγματικές προθέσεις της ιστορίας του και τότε θα πρέπει να αντιληφθούμε όλοι τις ευθύνες μας, το ευκολόπιστο «δεν έγινε και τίποτα» μπροστά σε μια μικρή μόλυνση του νερού, τη δηλητηρίαση της γης, τη διαταραχή της αρμονίας που επιζητά η φύση.
Χρησιμοποιώντας κυρίως ερασιτέχνες ηθοποιούς, πιστός στη νατουραλιστική προσέγγιση και ακολουθώντας πιστά τους μηχανισμούς της φύσης, ο Χαμαγκούτσι θα αποδείξει για μια ακόμη φορά ότι ο βαθύς στοχασμός του μπορεί να κολλάει θαυμαστά με το ταλέντο του.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Τακούμι και η κόρη του, Χάνα, ζουν σε ένα χωριό κοντά στο Τόκιο, μία αρμονική παραδοσιακή ζωή σύμφωνα με τους κύκλους και την τάξη της φύσης. Όταν μια μεγάλη εταιρία αποφασίζει να φτιάξει ένα χωριό αναψυχής δίπλα στο σπίτι του Τακούμι, γρήγορα οι κάτοικοι θα αντιληφθούν ότι η επένδυση αυτή θα είναι καταστροφική για την περιοχή και ορθώνουν το ανάστημά τους.
Άγνωστοι Μεταξύ μας
(“All of Us Strangers”) Δράμα φαντασίας, βρετανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Άντριου Χέιγκ, με τους Άντριου Σκοτ, Πολ Μέσκαλ, Κλερ Φόι, Τζέιμι Μπελ κα.
Μελαγχολικό, επώδυνο ψυχολογικό δράμα φαντασίας, από τον Άγγλο σκηνοθέτη Άντριου Χέιγκ των αξιοπρόσεκτων δραμάτων «Σαββατοκύριακο» και «45 Χρόνια». Ο Χέιγκ, αντλώντας έμπνευση από το μυθιστόρημα «Ξένοι» του Τάιτσι Γιαμάντα, κάνει μια οδυνηρή βουτιά στη μοναξιά, στην αποξένωση, στις απόμακρες σχέσεις γονιών και παιδιών, τα ψυχικά τραύματα της νιότης, αλλά και τον φόβο μπροστά στην αγάπη.
Ο Άνταμ, ένας μοναχικός ένοικος σε έναν ουρανοξύστη του Λονδίνου, θα καταλάβει ένα βράδυ ότι δεν είναι μόνος του στο τεράστιο οικοδόμημα, όταν θα χτυπήσει την πόρτα του ένας γείτονας, με τον οποίο θα έρθουν πολύ κοντά. Όμως, η ζωή του Άνταμ διαταράσσεται περαιτέρω όταν συνειδητοποιεί ότι οι νεκροί γονείς του, εδώ και 20 χρόνια, από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, εξακολουθούν να ζουν στο πατρικό τους σπίτι και μάλιστα τον περιμένουν για να τους πει τα νέα του.
Αυτή η ύπαρξη των πεθαμένων γονιών τού ήρωα είναι και μια σύμβαση, όπως τουλάχιστον αυτή εισβάλει στην ταινία, που πρέπει να δεχθούν οι θεατές για να συνεχίσουν να παρακολουθούν απρόσκοπτα την ιστορία. Χωρίς να είναι ευδιάκριτο, είναι ένα μεταφυσικό εύρημα, που βρίσκεται στον πυρήνα του στόρι και παρότι ξενίζει έχει ίσως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην ταινία. Ένα δυσκολοχώνευτο εύρημα που όμως δίνει την ευκαιρία – ποιος δεν θα το ήθελε – στον ήρωα να κλείσει τους επώδυνους λογαριασμούς με το παρελθόν του, να πει με τους γονιούς του για όσα δεν πρόλαβε ή δεν μπόρεσε ή ακόμη, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν τόλμησε. Να ανταλλάξουν κουβέντες άλλοτε συγκαταβατικές, άλλοτε γλυκές ή πικρές, αλλά που καταλήγουν με τη συγχώρεση και φυσικά την αγάπη.
Στα ενδιάμεσα, όμως, παρακολουθούμε και την εξέλιξη της σχέσης του Άνταμ με τον μοναδικό του γείτονα, που δεν φτάνει ίσως στο βάθος που θα ‘πρεπε και σε συνδυασμό με την επαφή του ήρωα με τους πεθαμένους γονιούς του, κάνει ακόμη πιο ασφυκτικό το κλίμα της ταινίας, δίνοντας την αίσθηση ενός συνολικού ονείρου αγωνίας, απ’ αυτά που δεν σε πετούν όρθιο, αλλά σε ταλαιπωρούν και σε βγάζουν κάθιδρο από το κρεβάτι.
Έτσι, πέρα από τα καλά και τα στραβά της ταινίας, ένα από τα οποία είναι και η συγκινησιακή, σχεδόν εκβιαστική, φόρτιση του θεατή, που τονίζεται υπερβολικά με τα επιλεγμένα τραγούδια του σάουντρακ, υπάρχει και ο ευδιάκριτος σχολιασμός για την αποξένωση, τη μοναχικότητα στις μεγαλουπόλεις, τον φόβο της εμπιστοσύνης στον άλλο, την κοινωνική καταπίεση και την κυριαρχία των στερεότυπων, την απουσία της πραγματικής αγάπης. Μιας αγάπης, η οποία αποθεώνεται με το γλυκερό φινάλε, εκεί που έχουν αρχίσει να τελειώνουν και τα χαρτομάντιλα.
Καλή όλη η τετράδα του καστ, αλλά ξεχωρίζουν εμφανώς οι Κλερ Φόι και Τζέιμι Μπελ, αποφεύγοντας τις παγίδες του μελοδραματισμού.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Σε έναν σχεδόν άδειο ουρανοξύστη στο σύγχρονο Λονδίνο, ο Άνταμ συναντά τυχαία έναν μυστηριώδη γείτονα, τον Χάρι, και η καθημερινότητά του αλλάζει. Καθώς η σχέση μεταξύ τους εξελίσσεται, ο Άνταμ κατακλύζεται από μνήμες του παρελθόντος και βρίσκεται να επιστρέφει στην επαρχιακή πόλη όπου μεγάλωσε και στο σπίτι της παιδικής του ηλικίας, όπου μοιάζει να ζουν ακόμα οι γονείς του, όπως ακριβώς τη μέρα που σκοτώθηκαν, πριν από 20 χρόνια…
Νέα Ήπειρος
(“New Continent”) Ερωτικό δραματικό θρίλερ, ελληνικής, γαλλικής και σέρβικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Παντελή Παγουλάτου, με τους Χάρη Φραγκούλη, Μαρία Αρζόγλου, Θεοδώρα Τζήμου, Όθωνα Μεταξά, Νίκο Αντωνακόπουλο κα.
Ο Παντελής Παγουλάτος φωτίζει τις βρόμικες γωνίες του κέντρου της Αθήνας και των ανθρώπων που προσπαθούν να πιάσουν την καλή, έχοντας μία ιστορία ερωτικού πάθους, ανεκπλήρωτων ονείρων και εμμονών. Έπειτα από 20 χρόνια και τα συμπαθή «Γλυκά Όνειρα», ο Έλληνας σκηνοθέτης θα στήσει σε αυτή τη δεύτερη ταινία του, ένα υψηλής τάσης ερωτικό θρίλερ, με ατμόσφαιρα που θυμίζει κάτι από νεό-νουάρ και νουβέλ βαγκ, αλλά και με αρκετή βωμολοχία, αλά Οικονομίδη.
Το στόρι θέλει τον Φάνη και τη Μαρία, δυο νέους, που τα όνειρά τους έχουν διαψευστεί και έχουν τεθεί στο περιθώριο πριν ενηλικιωθούν, να ψάχνουν την ευκαιρία, για να τα κονομήσουν χωρίς, όμως να βλέπουν τις προφανείς παγίδες και ειδικά αυτές που τους καθιστά εύκολη λεία στα αρπακτικά των βολεμένων.
Ο Παγουλάτος, με μια δόση νοσταλγίας και ρομαντισμού, κινηματογραφεί με ιδιαίτερη ένταση τους ήρωές του, που ζουν στα όρια, θυμώνουν και συνειδητοποιούν ότι πρέπει να ενηλικιωθούν βίαια, σε έναν κόσμο που τους έχει τοποθετήσει στον απόπατο της κοινωνίας. Μία καλή ιδέα και ένα ενδιαφέρον στόρι που όμως δεν φτάνει πάντα αποτελεσματικά στον θεατή, καθώς δεν βρίσκει τη σωστούς ρυθμούς, να συνταιριάξει την υψηλή ένταση με την εσωτερική μάχη, που δίνουν οι ήρωές του. Μπορεί τα σχόλιά του για την αποξένωση των μεγαλουπόλεων, τα κοινωνικά προβλήματα και οι πολιτικές του παρατηρήσεις να βρίσκουν στόχο τις περισσότερες φορές, αλλά οι υπερβολές στην αφήγηση, ο ηλεκτρισμός στα όρια της ηλεκτροπληξίας που αναδύουν οι εικόνες του, πολλές φορές ισοπεδώνουν τα πάντα, ακόμη και τις φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών.
Ο Χάρης Φραγκούλης, μεταδίδει την μοναξιά ενός νέου τσακισμένου ανθρώπου και η πρωτοεμφανιζόμενη Μαρία Αρζόγλου, με τα μεγάλα υγρά μάτια, που εκλιπαρούν από λίγη ανθρωπιά, αναδεικνύουν, πάντως, την ευαισθησία και την ανθρωπιά του Παγουλάτου.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ…. Ο Φάνης ζει με τη Μαρία κάπου κοντά στην Ομόνοια. Αυτός διακινεί κλοπιμαία, η Μαρία κάνει περιστασιακές δουλειές -κυρίως κομπαρσιλίκια. Θεωρεί «καλή ευκαιρία» τη δουλειά που βρίσκει σε ένα escape-room, μέσω της Μίνας -ιδιοκτήτριας κομπαρσάδικου και μάνατζερ εκδιδόμενων κοριτσιών. Εκεί την πολιορκεί ο ιδιοκτήτης του escape, ο Άρης. Η Μίνα, έχοντας ψύχωση με τον Φάνη, του προτείνει συνεργασία για να σώσει το γραφείο της από χρεοκοπία. Ο Φάνης ανταποκρίνεται. Σκαρφίζεται μάλιστα την ιδέα παραγωγής πορνοταινιών, αλλά τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως τα περίμενε.
Bob Marley: One Love
(“Bob Marley: One Love”) Μουσική δραματική βιογραφία, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ρεϊνάλντο Μάρκους Γκριν, με τους Κίνγκσλεϊ Μπεν-Αντίρ, Λοσάνα Λιντς, Μάικλ Καντολφίνι, Τζέιμς Νόρτον κα.
Μπορεί οι υπέροχες μελωδίες του Μπομπ Μάρλεϊ να σε ταξιδεύουν και ορισμένες φορές, συνοδεία των πολύχρωμων πλάνων της Τζαμάικα, να δημιουργούν μία ευχάριστη νοσταλγία, αλλά τελικά η βιογραφική ταινία του Ρεϊναλντο Μάρκους Γκριν, του πρόσφατου άνισου βιογραφικού δράματος «Η Μέθοδος των Ουίλιαμας», μένει και πάλι στα μισά.
Ο Γκριν, παρότι επιχειρεί να διατρέξει τη ζωή του εμβληματικού τραγουδοποιού και ακτιβιστή, με μία ρεαλιστική απεικόνιση, δίνοντας την αίσθηση ενός ντοκιμαντέρ, δεν θα τολμήσει να σκάψει βαθιά για τους λόγους που κατέστησαν τον Μάρλεϊ έναν θρύλο, παραμένοντας στη σιγουριά μιας ανώδυνης υμνογραφίας, που έχει και την πλήρη συγκατάθεση της οικογένειάς του.
Ο Μάρλεϊ, από ένα ταπεινό χωριό θα ταξιδέψει στην πρωτεύουσα Κίνγκστον, όπου θα κάνει τα πρώτα του βήματα και θα γίνει, σε μια εποχή δύσκολη για την Τζαμάικα, από τους πλέον διάσημους τραγουδιστές και συνθέτες του πλανήτη και ταυτόχρονα ένα παγκόσμιο σύμβολο. Η μουσική, η δεξιοτεχνία του στην κιθάρα, η ερμηνευτική του δεινότητα και οι στίχοι του, θα δώσουν φωνή στους καταφρονημένους, ενώ, λόγω και των θρησκευτικών του πεποιθήσεων (μέλος του ρασταφαριανού κινήματος), θα στείλει με τα τραγούδια του τα μηνύματα για ενότητα, ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη σε όλο τον κόσμο.
Υπήρχαν, όμως και οι συνθήκες για να αναπτυχθεί η φιλοσοφία του Μάρλεϊ, καθώς η Τζαμάικα εκείνες τις εποχές (δεκαετίες 60-70) δοκιμαζόταν και πάλι από έντονη φτώχεια, ανισότητα και πολιτικές αναταραχές.
Ο Γκριν, όχι ότι αφήνει έξω από την ταινία του τα γεγονότα, αποφεύγει, όμως, να δώσει τα βαθύτερα αίτια, για την κατάσταση στη νησιωτική χώρα, ενώ ο Μάρλεϊ, παρουσιάζεται με θεϊκό φωτοστέφανο και όχι ως ένας ανήσυχος νέος αγανακτισμένος με όσα ζει αυτός και οι συμπατριώτες του. Ο Μάρλεϊ ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά προείχε η αλλαγή στην καταπιεσμένη χώρα του, η αξιοπρέπεια του λαού του και αυτά που παρουσιάζονται στην ταινία ως «στρογγυλεμένα» επίκαιρα.
Ωστόσο, η ταινία δεν είναι αδιάφορη, καθώς κάτι η γοητεία της Τζαμάικα, κάτι η πληθωρική μορφή του Μάρλεϊ και βεβαίως τα αξέχαστα τραγούδια του (ακούγονται σχεδόν όλες οι επιτυχίες του), που πλημμυρίζουν την οθόνη, προσφέρουν περίπου δυο ώρες ευχαρίστησης – ειδικά για τους φανατικούς της ρέγκε και του μεγάλου τραγουδοποιού, που πέθανε πρόωρα, εκτοξεύοντας περαιτέρω τη φήμη του.
Απλά συμπαθής ο πρωταγωνιστής Κίνγκσλεϊ Μπεν-Αντίρ, ενώ το υπόλοιπο καστ δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο να προσφέρει – εξαιρείται η Λοσάνα Λιντς, ως Ρίτα και δεύτερη σύζυγος του Μάρλεϊ, που δίνει τον μαχητικό τόνο της εποχής.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Μπομπ Μάρλεϊ γεννήθηκε στην Τζαμάικα και πριν τα 20 του χρόνια αφοσιώθηκε στη μουσική. Με όπλο του την επαναστατικότητα και με μηνύματα ενότητας και αγάπης, έγινε ένας από τους πλέον εμβληματικούς μουσικούς του 20ού αιώνα. Και όλα αυτά μέσα σε μια ζωή που έμελλε να ολοκληρωθεί πολύ γρήγορα.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Madame Web
(“Madame Web”) Ακόμη μία περιφερειακή ηρωίδα – η αινιγματική Madame Web – από την πινακοθήκη της Marvel έρχεται στο προσκήνιο, με τη δική της υπερηρωική ταινία και στο διευρυμένο σύμπαν της Sony, από τη Βρετανίδα σκηνοθέτιδα Σι Τζέι Κλάρκσον. Μία διασκεδαστική γυναικεία υπερηρωική περιπέτεια φαντασίας, που θα ικανοποιήσει τους λάτρεις του είδους, παρότι αυτό δείχνει εξαντλημένο και να περνά μία περίοδο παρακμής. Η παρουσία της Ντακότα Τζόνσον και ορισμένες έξυπνες ιδέες, που σπάνε τα κλισέ και τις γνωστές συνταγές, δεν δείχνουν, ωστόσο, αρκετές για να εξασφαλίσουν μια ιδιαίτερη πορεία στο σύμπαν των υπερηρωικών ταινιών. Το φιλμ της Κλάρκσον, που κάνει παγκόσμια πρεμιέρα σήμερα, θέλει την Κασάντρα Γουεμπ να είναι μιας διασώστρια με μαντικές ικανότητες. Όταν έρχεται αντιμέτωπη με αποκαλύψεις για το παρελθόν της, δημιουργεί μια ιδιαίτερη σχέση με τρεις νεαρές κοπέλες, που μαζί προορίζονται για ένα δυναμικό μέλλον… αν καταφέρουν να επιβιώσουν στο θανατηφόρο παρόν. Σημειώνεται ότι η Madame Web εμφανίστηκε ως δευτερεύον χαρακτήρας για πρώτη φορά στο τεύχος 210 της σειράς κόμικς The Amazing Spider-Man της Marvel, τον Νοέμβριο του 1980. Παίζουν ακόμη οι Σίντνεϊ Γουίνι, Ιζαμπέλα Μερσέντ, Έμα Ρόμπερτς, Σέλεστ Ο’ Κόνορ και Ταχάρ Ραχίμ.
Γαμήλια Καταστροφή
(“Beautiful Wedding”) Αμερικάνικη αισθηματική κωμωδία (2024) του Ρότζερ Κιμπλ και εντελώς αχρείαστο – και άμεσο – σίκουελ της περσινής «Γλυκιάς Καταστροφής», που άφησε αδιάφορους ακόμη και αυτούς που πιστεύουν μόνο στον Άγιο Βαλεντίνο. Ο Κιμπλ με προϋπηρεσία στο είδος («Ερωτικά Παιχνίδια», «Γλυκός Πειρασμός» κλπ) αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, θα παρατάξει όλα τα κλισέ και θα δώσει χώρο στο ταιριαστά μέτριο πρωταγωνιστικό ζευγάρι να ζήσει μία γαμήλια και όχι μόνο, καταστροφή. Η Άμπι και ο Τράβις ξυπνούν μετά από μια τρελή νύχτα στο Βέγκας ως νεόνυμφοι. Με τους καλύτερους φίλους τους και τα εξαψήφια κέρδη της Άμπι στο πόκερ, ταξιδεύουν στο Μεξικό, όπου μπορούν να απολαύσουν έναν περιπετειώδη και άγριο μήνα του μέλιτος. Πρωταγωνιστούν οι Ντίλαν Σπράους και Βιρτζίνια Γκάρντνερ.