Η Λίλα Παπαπάσχου γράφει στο Ecogreennet.gr για την πατριαρχία, τον σεξισμό και τον ηλικιακό ρατσισμό, με αφορμή τις ταινίες Anora & The Substance, αλλά και την πρόσφατη viral τοποθέτηση της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη
Η Κ. Καραμπέτη δεν είναι μόνο μία εξαιρετική ηθοποιός. Είναι μια πραγματικά καλλιεργημένη γυναίκα, δυναμική και διαχρονικά γοητευτική. Στα εξήντα έξι της χρόνια (τα οποία περήφανα και ακτιβιστικά δηλώνει) μίλησε δημόσια για θέματα που μας αφορούν όλες. Τόλμησε δηλαδή να πει όσα σκεφτόμαστε in private και διστάζουμε να αποκαλύψουμε ακόμα και «στη φίλη μας», όπως χαρακτηριστικά είπε.
Ένα από αυτά είναι και η ηλικία μας φυσικά. Σε μια εποχή που στα σόσιαλ μίντια δίνουν συμβουλές ομορφιάς για ενέσιμα και προϊόντα αντιγήρανσης κορίτσια 10 και 12 χρονών, ανησυχώντας παράλληλα για το βάρος, τις αναλογίες, το δέρμα τους και τα συναφή, τότε τι να πουν και οι πιο ώριμες;
Για να μη μιλήσουμε για τις διατροφικές διαταραχές. Για τα διάφορα σκευάσματα και τις αισθητικές επεμβάσεις που υπόσχονται…θαύματα. Για τον σχολικό και διαδικτυακό εκφοβισμό. Για τις αυτοκτονίες και πολλά ακόμη που μαστίζουν τη νεολαία της ψηφιακής εποχής και προκύπτουν – μεταξύ άλλων – και από τη «δικτατορία» της τέλειας – φωτοσοπαρισμένης – εικόνας.
Μιλώντας στο Women’s Forum “Είμαι Εδώ για Εσένα” 2025, η σπουδαία ηθοποιός αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στον ηλικιακό ρατσισμό που βιώνουν (βιώνουμε…) πολλές γυναίκες στους χώρους εργασίας τους και όχι μόνο. Θέτοντας προ των ευθυνών τους όσους ελαφρά τη καρδία κάνουν ειρωνικά – ή και απαξιωτικά– σχόλια εις βάρος τους. Πόσο δίκιο έχει! Ειδικά για την αμετροέπεια στο δημόσιο λόγο, που συχνά καταντά βαθιά προσβλητικός για τις γυναικες, έστω και έμμεσα, έστω κι ως αστεϊσμός.
Εντελώς συγκυριακά, το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, έχοντας «ανοίξει» η σινεφίλ μου όρεξη από το υπέροχο «Είμαι ακόμα εδώ» είδα – back to back – δύο πολυσυζητημένες οσκαρικές ταινίες. Την «Anora» του Σον Μπέικερ και το «The Substance» της Κοραλί Φαρζά. Αν και φαινομενικά τα δύο αυτά φιλμ μοιάζουν εντελώς διαφορετικού ύφους, στην ουσία έχουν πολλά κοινά, με πρώτο και κύριο, τη φεμινιστική τους προδιάθεση και κατ’ επέκταση την στηλίτευση της πατριαρχίας.


Στη μεν Anora παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια των νεαρών κοριτσιών που εργάζονται στη βιομηχανία του σεξ, τον τρόπο με τον οποίο οι πλούσιοι και ισχυροί τις μεταχειρίζονται και στη συνέχεια τις «πετούν», όταν δεν τους είναι πια χρήσιμες. Κι ενώ γι’ αυτούς είναι οκ να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες τους, για εκείνες είναι ντροπή να χορεύουν lap dance, να κάνουν στριπτίζ και άλλα πολλά που συνήθως…συνεπάγονται. Για εκείνους είναι οκ να τους πουλάνε έρωτα, για εκείνες δεν είναι οκ να πιστέψουν το «παραμύθι».
Στο The Substance η πενηντάρα παρουσιάστρια τηλεοπτικού σόου, αντικαθίσταται από τη νεότερη εκδοχή της, τι κι αν αυτή είναι σάρκα από τη σάρκα της….Στον διαχρονικά ανδροκρατούμενο κόσμο της σόουμπιζ γλοιώδεις τύποι σαν αυτόν που υποδύεται τόσο μαεστρικά ο Ντένις Κουέιντ, αποφασίζουν τι πουλάει και τι όχι, διαμορφώνοντας ένα εξίσου, αφελές, επιφανειακό, πορνολάγνο κοινό. Αυτή η ισοπεδωτική θεώρηση γεννά ποικίλες “τερατογενέσεις”, όπως πολύ εύστοχα αναδεικνύει η ταινία της Γαλλίδας σκηνοθέτριας, σεναριογράφου και παραγωγού.
Μάικι Μάντισον και Ντέμι Μουρ τα δίνουν όλα ερμηνευτικά, αν και κατά τη γνώμη μας η δεύτερη αδικήθηκε κατάφορα (κατά την προσφιλή συνήθεια της Ακαδημίας). Αυτό που κάνει στην εν λόγω δυστοπική ταινία, η οποία εστιάζει στη ματαιοδοξία της διατήρησης της νεότητας με κάθε κόστος, υπερβαίνει κατά πολύ σε βαθμό δυσκολίας τις ερμηνείες των υπόλοιπων συνυποψηφίων της.
Ναι, ακόμα κι αυτήν της Φερνάντα Τόρρες, όσο κι αν θεωρώ άρτια την ερμηνεία της. Γιατί, μπορεί στο σύνολο της η ταινία να είναι σε πολλά σημεία αποτροπιαστικά γκροτέσκα, αλλά η ίδια η Ντέμι Μουρ δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας (το ίδιο και η νεαρή Μάργκαρετ Κουάλεϊ που υποδύεται το σφριγηλό και φωτογενές υβρίδιο της).
Στο προβοκατόρικο φιλμ του πάντα ανατρεπτικού Σον Μπέικερ από την άλλη, το κοινωνικό περιθώριο συναντά το αμερικανικό όνειρο, με κωμικοτραγικές συνέπειες. Ο ευρηματικός δημιουργός που έδωσε νέα πνοή στο ανεξάρτητο σινεμά, κλείνει πονηρά το μάτι στο θεατή χαρίζοντας στη ρομαντική κατά βάθος Anora του, τον πρίγκηπα που της αξίζει κι ας μην είναι…γόνος (Yura Borisov σε αγαπάμε κι ας μην στο έδωσαν το Όσκαρ τα άτιμα τα αμερικανάκια).

Με βάση τις παραπάνω ταινίες και όσα δήλωσε τόσο απερίφραστα η Κ. Καραμπέτη, προκύπτουν διάφορα εύλογα ερωτήματα: Η πατριαρχία φωτογραφίζει μόνο αντρικές καταχρηστικές συμπεριφορές; Πόσο υποστηρικτικές είμαστε οι γυναίκες απέναντι στο ίδιο μας το φύλο; Υπάρχει πραγματικά γυναικεία αλληλεγγύη; Φοβάμαι πως οι απαντήσεις που μου έρχονται στο μυαλό δεν είναι και τόσο κολακευτικές για το φύλο μου.
Κι αυτό γιατί έχει τύχει πολλές φορές να βιώσω άσχημες συμπεριφορές από γυναίκες σε θέση ισχύος ή ακόμα και από συναδέλφους. Γυναίκες που από ανασφάλεια ή φθόνο ή απλώς επειδή νομίζουν ότι μπορούν φέρονται απαράδεκτα σε άλλες, εξίσου έξυπνες και ικανές γυναίκες, κάνοντας κατάχρηση της όποιας εξουσίας τους.
Συχνά δε οι αποδέκτριες του ανελέητου εργασιακού εκφοβισμού (mobbing που λένε και στο χωριό μου) είναι μεγαλύτερες σε ηλικία και πιο καταρτισμένες στον τομέα τους από τις εκάστοτε κυρίες που επειδή κατέχουν κάποιο αξίωμα, θεωρούν ότι μπορούν να συμπεριφέρονται απρεπώς. Μήπως κι αυτό δεν είναι κατάλοιπο της πατριαρχίας;
Το πρόβλημα λοιπόν εδώ δεν είναι το ανδρικό φύλο συλλήβδην. Είναι μια βαθιά ριζωμένη νοοτροπία χρόνων (για να μην πω αιώνων) που καταδυναστεύει όλα τα φύλα και υποδαυλίζει τις διαπροσωπικές, τις εργασιακές, τις οικογενειακές μας σχέσεις στο διηνεκές.
Πραγματικά εύχομαι δημόσιες τοποθετήσεις όπως αυτή της αγαπημένης ηθοποιού, να μην αναλωθούν σε ευκαιριακά χειροκροτήματα και πρόσκαιρες επευφημίες. Εύχομαι ειλικρινά να βοηθήσουν προς έναν πιο ειλικρινή και συμπεριληπτικό, ανοιχτό διάλογο, με στόχο την έμπρακτη απελευθέρωση από ταμπού και προκαταλήψεις, όχι μόνο σε σχέση με το γυναικείο ζήτημα, αλλά συνολικά της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.