Ο Χρήστος Νομικός γράφει στο Ecogreennet.gr για τη μελοποιημένη ποίηση των δεκαετιών από το 1960 έως το 1980, τότε που “γεννήθηκαν” μερικά από τα πιο όμορφα ελληνικά τραγούδια

Μια από τις τάσεις που κυριάρχησε στη μουσική ζωή της Ελλάδας κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και κυρίως κατά τη χρονική περίοδο 1960-1980, ήταν η μελοποίηση της ποίησης.

Αυτό το μουσικό είδος δεν ήταν νέο. Ήδη από τον 19ο αιώνα οι Επτανήσιοι συνθέτες όπως οι Μάντζαρος, Καρρέρ Ξύνδας, αλλά και αργότερα οι συνθέτες της Εθνικής Μουσικής Σχολής είχαν μελοποιήσει ποιήματα των Παλαμά, Σολωμού, Σικελιανού, Κάλβου κ.ά..

Όμως αυτή η τάση ήταν πλέον τόσο έντονη και η απήχησή της τόσο μεγάλη, ώστε εσφαλμένα επικράτησε στη συνείδηση του κόσμου ως πρωτοεμφανιζόμενο είδος στην ελληνική μουσική την χρονική εκείνη περίοδο (60-80).

Ποιος άλλωστε μπορεί να λησμονήσει ότι ο Εθνικός Ύμνος είναι προϊόν μελοποιημένης ποίησης;

Η ποίηση κτήμα του λαού

Η εξήγηση για αυτό το καλλιτεχνικό «φαινόμενο» έχει κοινωνική και πολιτική διάσταση. Ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο που ακολούθησε, η κοινωνία πάσχιζε να επανέλθει σε μια ομαλή κατάσταση. Δυστυχώς όμως οι έντονες πολιτικές ζυμώσεις και οι εντάσεις που προέκυψαν, με αποκορύφωμα την δικτατορία, δημιουργούσαν και ενίσχυσαν την κοινωνική ρευστότητα και αστάθεια. 

Σε αυτό το πλαίσιο οι συνθέτες μέσω της μελοποίησης ποιημάτων βρήκαν εύφορο έδαφος ώστε να περιγράψουν τις ανάγκες, τις αγωνίες και τα συναισθήματα του λαού. Έτσι ο κόσμος ήρθε, για πρώτη ίσως φορά, σε επαφή με την ποίηση, καταφέρνοντας μέσω της μουσικής να την κατανοήσει και να ταυτιστεί με τα νοήματά της.

Έντεχνο Λαϊκό Τραγούδι

Πρωτεργάτης του όλου κινήματος, αν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε έτσι, είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε ως συμφωνικός συνθέτης με σημαντικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών και στο Παρίσι, αποφάσισε να εγκαταλείψει την επιτυχημένη του πορεία και να αφοσιωθεί στο τραγούδι για περισσότερο από 20 χρόνια.

Κατά την διάρκεια αυτών των ετών δημιουργήθηκε ένα νέο είδος που ο ίδιος ονόμασε έντεχνο λαϊκό τραγούδι, θέλοντας να περιγράψει τον συνδυασμό της λόγιας μουσικής με την ποίηση και το λαϊκό μουσικό στοιχείο. Αφορμή όπως έχει εξομολογηθεί ο ίδιος, ήταν ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου.

Το ποίημα πραγματεύεται τον θρήνο μια μάνας για τον θάνατο του γιού της στην μεγάλη απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, το 1936. Ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής συλλογής είχε γραφτεί την χρονική περίοδο που συνέβησαν τα γεγονότα στη Θεσσαλονίκη, στην πλήρη του μορφή όμως το έργο εκδόθηκε το 1956.

Ο Μ. Θεοδωράκης αποφάσισε να το μελοποιήσει λίγα χρόνια αργότερα, το 1959, και ενώ βρισκόταν στο Παρίσι. Τα τραγούδια, που κυκλοφόρησαν σε δύο διαφορετικές εκδοχές με διαφορετικούς ερμηνευτές (Νάνα Μούσχουρη και Γρηγόρη Μπιθικώτση), είχαν τεράστια απήχηση.

Μάλιστα η αποδοχή των ποιημάτων ήταν τόσο μεγάλη που συμπαρέσυρε και τον ίδιο τον συνθέτη ο οποίος αποφάσισε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη σύνθεση τραγουδιών για τα επόμενα 20 χρόνια.

Μάνος Κατράκης, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Ρίτσος και Οδυσσέας Ελύτης

Βιωματικά τραγούδια

Μετά τον «Επιτάφιο» ακολούθησε το «Άξιον Εστί», σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, ένα έργο που αποτελεί σημείο αναφοράς για το έργο του καθώς περικλείει όλο τον μουσικό του κόσμο (λαϊκό στοιχείο, ελληνικότητα, συμφωνικά στοιχεία). 

Αν και μετά το 1980, ο Θεοδωράκης επέστρεψε στη συμφωνική μουσική, μέχρι το τέλος της ζωής του δεν εγκατέλειψε την ποίηση ποτέ. Άλλοτε επαναστάτης, άλλοτε λαϊκός ήρωας, κάποτε ερωτικός, δεν έπαψε να βασίζεται στον έμμετρο λόγο και να τον ντύνει με τη μουσική του. Άλλωστε ο ίδιος έχει δηλώσει πως «Η ιστορία των τραγουδιών μου ταυτίζεται με την ιστορία της ζωής μου. Για να γράψω αυτή τη μουσική έπρεπε να ζήσω αυτά τα γεγονότα».

Στίχοι τραγουδιού ή ποίημα;

Ο Μάνος Χατζιδάκις από την άλλη πλευρά υπήρξε συνθέτης της ίδιας γενιάς με τον Μίκη Θεοδωράκη και μάλιστα ήταν συνομήλικοι. Οι δυο τους υπήρξαν διαμορφωτές του κινήματος του έντεχνου τραγουδιού στην Ελλάδα, όμως το αντιμετώπιζαν με εντελώς διαφορετικό τρόπο.

Ο Χατζιδάκις, ενώ  ήταν λάτρης της ποίησης και βαθύς γνώστης της, υπήρξε πολύ φειδωλός ως προς την μελοποίησή της καθώς πίστευε ότι η ποίηση και η μουσική έχουν μια αυτάρκεια και δεν είναι απαραίτητος ο συνδυασμός τους και η συνύπαρξή τους.  Έτσι η μελοποίηση ποιημάτων παλαιότερων ή νεότερων, αποτελεί μειοψηφία στο έργο του.

Αντίθετα ένα μεγάλο μέρος της δημιουργίας του βασίζεται σε στίχους που γράφτηκαν από ποιητές με σκοπό την μελοποίηση τους, καθώς ήταν υπέρμαχος της χρήσης υψηλού ποιητικού λόγου. Σε αυτό το πλαίσιο μεγάλο κεφάλαιο αποτελεί η μακρόχρονη συνεργασία του με τον Νίκο Γκάτσο.

Παρόλα αυτά ο «Μεγάλος Ερωτικός» αποτελεί ένα έργο ορόσημο για την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Η σύνθεσή του βασίζεται σε έργα Ελλήνων ποιητών όλων των εποχών από τον Ευρυπίδη και τη Σαπφώ ως τον Σεφέρη και τον Γκάτσο και από τον Χορτάτση και τον Σολωμό ως τον Καβάφη και τον Ελύτη. 

Το βέβαιο είναι πως τόσο ο Θεοδωράκης όσο και ο Χατζιδάκις επηρέασαν μια ολόκληρη γενιά συνθετών όπως ο Δημήτρης Λάγιος, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Χρήστος Λεοντής, ο Νίκος Κυπουργός, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Γιάννης Σπανός, ο Λίνος Κόκοτος, Ο Γιάννης Γλέζος, ο Σταύρος Κουγιουμτζής κ.α.  και αργότερα ο Μιχάλης Τερζής, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου ,η Νένα Βενετσάνου ο Ηλίας Ανδριόπουλος, η Μαριζα Κωχ , ο Νίκος Ξυδάκης κλπ.. που συντάχθηκαν με αυτό το κίνημα και συνέθεσαν έργα βασισμένα σε ποίηση.

Μια ειδική μνεία αισθανόμαστε την ανάγκη να κάνουμε στο Σταύρο Κουγιουμτζή ο οποίος , αν και ήταν και ο ίδιος στιχουργός, στην σπουδαία πορεία του συνεργάστηκε με κορυφαίους στιχουργούς – ποιητές ή ποιητές ,όπως το Μάνο Ελευθερίου, την Σώτια Τσώτου, τον Μ. Μπουρμπούλη, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, αλλά και τον Γ. Θέμελη, τον  Ντ. Χριστιανόπουλο τον Κώστα Κινδύνη ,ενώ μελοποίησε και ποίηση του Κώστα Βάρναλη.

Η περίπτωση του Γιάννη Σπανού είναι επίσης ξεχωριστή, καθώς η ανάγκη να εισχωρήσει στην Ελληνική πλέον δημιουργία – μετά τη θητεία στο Παρίσι- τον «αναγκάζει» να μελοποιήσει Έλληνες ποιητές στις τρεις ανθολογίες του οι οποίες αποτελούν ορόσημο στο είδος.

Τέλος κρίνουμε σκόπιμο να κάνουμε και μια αναφορά στον Ηλία Ανδριόπουλο ο οποίος μελοποιεί Γιώργο Σεφέρη το 1976 (ο  «Κύκλος Σεφέρη», ο πρώτος δίσκος του Ηλία Ανδριόπουλου με έντεκα τραγούδια σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, τραγουδιστές τον Νίκο Ξυλούρη την Άλκηστις Πρωτοψάλτη και τον ηθοποιό Αλμπέρτο Εσκενάζυ σε ρόλο αφηγητή, για να επανέλθει αργότερα μελοποιώντας και Οδυσσέα Ελύτη (Προσανατολισμοί κλπ)

Αναφορές σε δίσκους που έμειναν – άδικα -στην αφάνεια ενώ αποτελούν σπουδαία έργα καθώς και άλλα εμβληματικά trivia:

«Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα – Σταύρος Ξαρχάκος (1969)

Εχοντας ήδη διαπρέψει στη μουσική για τον κινηματογράφο αλλά και στη δημιουργία λαϊκών τραγουδιών, ο Ξαρχάκος μελοποίησε τέσσερα μέρη από την ποιητική σύνθεση του Ισπανού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα σε ελληνική απόδοση του Νίκου Γκάτσου.

Ενα πολύ ιδιαίτερο άλμπουμ απ’ όλες τις απόψεις, που του έδωσαν πνοή ο βαρύτονος Κώστας Πασχάλης στο τραγούδι και ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης στην απαγγελία.

«Η μπαλάντα του Μάουτχαουζεν»

Ιάκωβος Καμπανέλλης – Μίκης Θεοδωράκης (1966)

Οι «Times» έγραψαν πως το «Ασμα ασμάτων (Τι ωραία που ’ναι η αγάπη μου)» έχει τους ωραιότερους στίχους που γράφτηκαν ποτέ για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Για μένα είναι και ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά τραγούδια που μας κληροδότησαν ο Μίκης Θεοδωράκης ως συνθέτης, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ως λογοτέχνης και η 18άχρονη τότε Μαρία Φαραντούρη ως ερμηνεύτρια.

Η χρήση του τσέμπαλου, ενός κατεξοχήν δυτικού οργάνου, έκανε το «Ασμα ασμάτων», όπως και τα άλλα τρία τραγούδια του Κύκλου Μαουτχάουζεν, να στέκεται ως συγγενικό με το κλίμα της μουσικής των κοσμογονικών 60s όπως αποτυπώθηκε στην Αμερική και την Αγγλία. Για να συμπληρωθεί πάντως ο δίσκος ο Μίκης μελοποίησε και στίχους των Γκάτσου, Λειβαδίτη, Σταύρου κ.ά. σε μια σειρά λαϊκών τραγουδιών που τα ονόμασε «Κύκλος Φαραντούρη».

«Αχ έρωτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα – Χρήστος Λεοντής (1974)

Ενα από τα σημαντικότερα έργα του Χρήστου Λεοντή, το οποίο κυκλοφόρησε στο αποκορύφωμα του μεταπολιτευτικού κλίματος, προτείνοντας την ερωτική ποίηση του Ισπανού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα σε ελληνική απόδοση από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο.

Τραγουδιστές η Τάνια Τσανακλίδου και ο Μανώλης Μητσιάς, που αποτελούσαν ερμηνευτικό ντουέτο σε πολλούς δίσκους της εποχής. Τα τραγούδια «Λούζεται η αγάπη μου» με τον Μητσιά και «Νανούρισμα» με την Τσανακλίδου παραμένουν αήττητα στη μάχη τους με τον χρόνο.

«12 τραγούδια F.G. Lorca»

F.G. Lorca – Γιάννης Γλέζος (1969)

Το αριστούργημα που φέρει την υπογραφή του Γιάννη Γλέζου, ενός συνθέτη που γαλουχήθηκε με τους «δασκάλους» Μ. Θεοδωράκη – Μ. Χατζιδάκι, περιείχε μια ντουζίνα μελοποιήσεων του Ισπανού ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, μεταφρασμένων στα ελληνικά από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο.

Ολα τα τραγούδια ήταν ένα προς ένα κυριολεκτικά, ερμηνευμένα από τον Γιάννη Πουλόπουλο και την Ελενα Κυρανά, ενορχηστρωμένα επίσης από τον Νίκο Μαμαγκάκη. Ποιος δεν νιώθει μέχρι σήμερα ένα ερωτικό σκίρτημα ακούγοντας τον Πουλόπουλο όπως αποδίδει την «Κόρντοβα», την «Μπαλάντα των τριών ποταμών» και φυσικά το «Από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά»;

«Χρονικό»

Κ.Χ. Μύρης– Γιάννης Μαρκόπουλος (1970)

Ο πληθωρικός συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος, οραματιστής του κινήματος «επιστροφή στις ρίζες», μελοποίησε μεσούσης της χούντας ποιητικούς στίχους του Κ.Χ. Μύρη (φιλολογικό ψευδώνυμο του Κώστα Γεωργουσόπουλου), καταθέτοντας στην ουσία ένα άλμπουμ με υπόγειες αντιδικτατορικές αναφορές χρησιμοποιώντας τις τεράστιες φωνές του Νίκου Ξυλούρη και της Μαρίας Δημητριάδη.

«Μαρίζα Κωχ»

Μαρίζα Κωχ (1978)

Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, που συνδεόταν φιλικά με τον Νίκο Καββαδία, έλεγε ότι το άλμπουμ της Μαρίζας Κωχ ήταν ό,τι καλύτερο έγινε πάνω στην ποίηση του Καββαδία, επειδή η δημιουργός του αγαπούσε πολύ τον Τσιτσάνη επίσης και έφτιαξε πολύ ωραία λαϊκά τραγούδια. Κομμάτια σαν τη «Φάτα Μοργκάνα», το «Πούσι» και ένα απόσπασμα από το «Μαραμπού» φανέρωσαν τη συνθετική δεινότητα της Κωχ σε μια περίοδο που είχε μάλλον αφήσει πίσω της τους ηλεκτρικούς πειραματισμούς του ξεκινήματός της.

Οδυσσέας Ελύτης & Μίκης Θεοδωράκης στο πιάνο

Ένας εμβληματικός δίσκος που σίγουρα χάραξε την ελληνική δισκογραφία – και όχι μόνον- ήταν το

«Το άξιον εστί»

Οδυσσέας Ελύτης – Μίκης Θεοδωράκης (1964)

Πρόκειται για το άλμπουμ-ιερό γκράαλ των μελοποιήσεων στη χώρα μας. Η Μαρία Φαραντούρη θυμάται τον Διονύση Σαββόπουλο, όταν οι δυο τους ήταν στον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής, να λέει: «Ηρθε το θηρίο ο Μίκης με το νέο έργο του να τα σαρώσει όλα».

Πρόκειται για ένα λαϊκό ορατόριο με κλασική ορχήστρα και μπουζούκια, όπου συμμετέχουν η μεικτή χορωδία Θάλειας Βυζαντίου, ο Θόδωρος Δημήτριεφ και ο αξεπέραστος Μάνος Κατράκης στην απαγγελία. Και φυσικά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στα εμβληματικά τραγούδια «Ένα το χελιδόνι», «Της αγάπης αίματα», «Ανοίγω το στόμα» και στον εθνικό ύμνο «Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ».

Τέλος μια ειδική μνεία οφείλουμε να κάνουμε στο LP «Ο σταυρός του Νότου» ο οποίος εκτόξευσε την ποίηση του Νίκου Καββαδία (μετά το «εμβληματικό «Ιδανικός και ανάξιος εραστής» του Γιάννη Σπανού ή τις μελοποιήσεις της Μαρίζας Κωχ)

Νίκος Καββαδίας – Θάνος Μικρούτσικος (1979)

Ενα από τα πιο «εμπορικά»  άλμπουμ στην ιστορία της εγχώριας δισκογραφίας (μαζί με τον «Δρόμο» των Μ. Πλέσσα – Λ. Παπαδόπουλου και τα «Νησιώτικα» του Πάριου), υπεύθυνο για μια κανονική Καββαδιομανία.

Γιάννης Κούτρας, Αιμιλία Σαρρή και Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε μια σειρά τραγουδιών που αγαπήθηκαν ιδιαιτέρως από τους ροκάδες της εποχής και συνεχίζουν ν’ ανακαλύπτονται μέχρι σήμερα απ’ τους νεότερους.

Η σχέση του Μικρούτσικου με τον Καββαδία εξελίχθηκε με το άλμπουμ «Γραμμές των οριζόντων» (1991), αλλά και με συνεχείς επανεκτελέσεις του αρχικού «Σταυρού του Νότου» με καινούργιους ερμηνευτές.