Η Λίλα Παπαπάσχου γράφει με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις γνωστής τηλεκριτικού για τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη, αλλά και τη γενικότερη αμετροέπεια που διέπει το δημόσιο λόγο, προφορικό και γραπτό

«Μπορείς να καταλάβεις τον κακό κριτικό από το γεγονός ότι αρχίζει και μιλά για τον ποιητή και όχι για το ποίημα». Ezra Pound, Αμερικάνος ποιητής

Πόση αλήθεια κρύβεται στην παραπάνω ρήση. Χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως απαξιώνω τους απανταχού κριτικούς. Πως θα μπορούσα άλλωστε, αφού κι εγώ με τη σειρά μου ασχολούμαι επί σειρά ετών με τη θεατρική κριτική. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα χρήζει μεγάλης κουβέντας το ποιοι ακριβώς ασκούν κριτική. Με ποια κριτήρια, ποιες γνώσεις, πόσο αγαπούν το αντικείμενο της δουλειάς τους κτλ.

Με βάση όσα διαβάζουμε καθημερινά στα σόσιαλ μίντια, όλοι είμαστε λίγο-πολύ τιμητές των πάντων. Είτε πρόκειται για τηλεοπτική εκπομπή, θεατρική παράσταση, κινηματογραφική ταινία και πάει λέγοντας, το έχουμε έτοιμο το σχόλιο. Συνήθως κακόβουλο ή έστω πικρόχολο ή στο άλλο άκρο εξόχως διθυραμβικό.

Γι’ αυτό ίσως και οι σύγχρονοι κριτικοί αισθάνονται την ανάγκη να γράψουν ή να πουν κάτι προβοκατόρικο, που θα κάνει το μπαμ! Αναγκάζοντας τους αλγόριθμους να το «παίξουν» λίγο παραπάνω. Πριν χαθεί κι αυτό στη μεγάλη των σόσιαλ χοάνη. Για τα 15 λεπτά δημοσιότητας, είναι απαραίτητο να είναι «καταγγελτικοί» για να μην πω προκλητικοί. Προς χάριν της ίντριγκας που φέρνει σαφώς περισσότερα κλικ και views.

Δεν έχω, όπως προείπα, καμία πρόθεση να μειώσω το έργο κανενός. Άλλωστε την κριτική αποτίμηση – καλή ή κακή – την αποζητούν πρώτα και κύρια οι ίδιοι οι καλλιτέχνες. Είναι δε συνυφασμένη με την καλλιτεχνική δημιουργία, από αρχαιοτάτων χρόνων. Επίσης, σέβομαι απόλυτα  την ελευθερία του λόγου. Ακόμα κι όταν διαφωνώ κατάφορα με κάποιον, θεωρώ πως έχει το δικαίωμα να εκφέρει τη γνώμη του. Θα προτιμούσα βέβαια να το κάνει κόσμια και με επιχειρήματα, αλλά θα μου πείτε πολλά ζητάω.  

Το θέμα όμως εδώ δεν είναι αν έχει κάποιος το δικαίωμα να εκφέρει γνώμη, ειδικά όταν αυτό είναι και η δουλειά του. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν επιλέγει συνειδητά και επαναλαμβανόμενα να ασχοληθεί μόνο με τους ήδη προβεβλημμένους και δημοφιλείς καλλιτέχνες. Μόνο και μόνο για να τους «κράξει» (ας μου επιτραπεί η έκφραση….). Σχεδόν πάντα, οι ίδιοι και οι ίδιοι άνθρωποι γράφουν ή μιλούν για τους ίδιους και τους ίδιους ανθρώπους, αναφέροντας περίπου τα ίδια και τα ίδια. Με κάπως διαφορετικό…αμπαλάζ, ανά περίσταση.

Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, ο Λάκης Λαζόπουλος, ο Μάρκος Σεφερλής – προσφάτως και ο αδιαμφισβήτητα χαρισματικός και δημοφιλέστατος Αλέξανδρος Τσουβέλας βρίσκονται ως επί το πλείστον στην αιχμή της επικαιρότητας. Αναρωτιέμαι αν για αυτό ευθύνεται η ποιότητα των παραγωγών τους, το μέγεθος του ταλέντου τους ή το γεγονός ότι «πουλάνε». Γιατί κακά τα ψέματα πουλάνε.  Στο βάθος το ζηλεύουμε αυτό που ρεζιλεύουμε λέει το άσμα κι έχει κι αυτό τα δίκια του.

Οι υπέροχες Χαρούλα Αλεξίου και Μαρία Καβογιάννη, πρωταγωνίστριες της σειράς Maestro

Συγχωρήστε με, αλλά δεν μπορώ όσο κι αν προσπαθώ, να διανοηθώ πως με τέτοια πληθώρα θεαμάτων και επιλογών, κάποιος θα εξαπολύσει μύδρους εναντίον καλλιτεχνών. Ο ίδιος δεν επέλεξε να δει την εκάστοτε παράσταση, ταινία, τηλεοπτική εκπομπή; Δηλαδή ένας καταξιωμένος (ή λιγότερο καταξιωμένος) κριτικός δεν επιλέγει τι θα δει; (φαντάζομαι ότι δεν πηγαίνει απλά όπου τον καλούν ή παρακολουθεί ό,τι του υποδεικνύουν). Εκτός κι αν οι ιδιοκτήτες των μέσων– έντυπου και ψηφιακού Τύπου – αναγκάζουν τους συνεργάτες τους να ασχοληθούν μόνο με τα θεάματα στα οποία παίζουν τρανταχτά ονόματα και τηλεπερσόνες. Τότε πάω πάσο.

Αυτό που τόσο σοφά διατύπωσε ο Έζρα Πάουντ έρχεται και κουμπώνει με το γεγονός ότι εν τέλει για το «ποίημα» κουβέντα. Καθώς το ζήτημα είναι αν ο «ποιητής» θα μας φέρει την πολυπόθητη προβολή. Για να συντηρήσουμε κι εμείς το «μαγαζάκι» μας. Τι κι αν μαζί του συμπαρασύρεται μία ολόκληρη ομάδα καλλιτεχνών, τεχνικών και λοιπών συνεργατών, που κάνει εξαιρετικά τη δουλειά της.

Την ίδια στιγμή που ο μέγας Μόργκαν Φρίμαν (με βάση τουλάχιστον τα δημοσιεύματα) αποθεώνει το Maestro και παρακινεί τους ακολούθους του στα σόσιαλ να το παρακολουθήσουν, οι εγχώριοι τηλεκριτικοί για μία ακόμη φορά (τι πρωτότυπο!) «επιτίθενται» – και μάλιστα επί προσωπικού – στο δημιουργό της δημοφιλούς σειράς.

Για το υποκριτικό του ταλέντο κυρίως. Δεν είναι δα και ο σερ Λόρενς Ολίβιε. Πως τολμά να παίζει στην ελληνική τηλεόραση; Εκεί που μόνο οι απόφοιτοι του Actors Studio – και μάλιστα οι αριστούχοι – έχουν τα φόντα να σταθούν και να υπάρξουν. Δουλεύομαστε και μεταξύ μας δηλαδή. Είναι μην προκόψει συμπατριώτης μας, να πέσουμε να τον φάμε (αυτό θα μπορούσε να είναι η ιστορία της χώρας μας σε μία φράση).

Τώρα όσον αφορά τη σειρά αυτή καθ’ αυτή, είμαι σίγουρη ότι στους περισσότερους που δεν αρέσει, δεν την έχουν δει καν. Μία σειρά, να σημειωθεί, προσεγμένη σε όλα τα επίπεδα. Που άνοιξε την πόρτα εισόδου ελληνικής παραγωγής στην πλατφόρμα Netflix. Που μίλησε ανοιχτά για τη γυναικεία κακοποίηση. Που έφερε στο προσκήνιο ένα ερωτευμένο γκέι ζευγάρι.  Που δε διστάζει να σχολιάσει την εγχώρια πολιτική – και όχι μόνο – διαφθορά. Που θίγει εν ολίγοις διάφορα επίκαιρα ζητήματα.

Με το δικό του – έστω για κάποιους επιφανειακό τρόπο – ο Χ. Παπακαλιάτης ταρακούνησε για μία ακόμη φορά τα νερά, φέρνοντας την ελληνική τηλεόραση στο δικό μας σήμερα. Γιατί ειλικρινά, με όλο το σεβασμό σε όλους τους ημεδαπούς δημιουργούς, πόσο σεμεδάκι, παράδοση και ατμόσφαιρα εποχής να αντέξει κι ο άμοιρος ο τηλεθεατής. Ειδικά όταν έχει παρακολουθήσει αντίστοιχες σειρές εποχής του εξωτερικού, όπου το 1920 δεν πετούν υπερσύγχρονα αεροπλάνα, ούτε φοράνε οι πρωταγωνιστές….smartwatches….

Δεν υπεραμύνομαι κανενός, ούτε θεωρώ εαυτόν θεματοφύλακα της αισθητικής και του μέτρου. Απλώς πιστεύω, ότι είναι όμορφο και υγιές να στηρίζουμε ελληνικές παραγωγές. Ειδικά όταν γίνονται με φροντίδα. Όταν αναδεικνύουν νέους αξιόλογους ηθοποιούς. Όταν προσφέρουν την ευκαιρία σε καταξιωμένους καλλιτέχνες να αποκαλύψουν νέες υποκριτικές αρετές, αποδεικνύοντας το μέγεθος της αξίας τους.

Όχι λοιπόν, κατά τη γνώμη μου ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης δεν είναι ατάλαντος, ούτε ως ηθοποιός. Είναι αξιοπρεπής, προσπαθώντας συνεχώς να βελτιωθεί. Έχει επίσης, πολλά ακόμα ταλέντα κι ένα από αυτά, το σημαντικότερο ίσως, είναι ότι σέβεται, αναγνωρίζει και αναδεικνύει τις ικανότητες των άλλων. Όπως κάθε καλός “μαέστρος” καθοδηγεί περίφημα τα “μουσικά του όργανα” προς το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κι αυτό τον κάνει αν μη τι άλλο έναν ευφυή άνθρωπο, που διδάσκεται από τα ίδια του τα λάθη (για πόσους άραγε μπορούμε να πούμε το ίδιο;).

Θα κλείσω όπως ξεκίνησα, με ένα απόφθεγμα του αγαπημένου μου Τσαρλς Μπουκόφσκι: «Κάποιοι άνθρωποι αγαπούν αυτό που κάνεις, κάποιοι άλλοι μισούν αυτό που κάνεις, αλλά οι περισσότεροι δεν δίνουν δεκάρα».

Γι’ αυτό απολαύστε απενοχοποιημένα αυτό που σας ευχαριστεί, ακούγοντας εκτός από τους ειδικούς και το ένστικτό σας. Μπορεί να μην είναι αλάνθαστο, αλλά εν τέλει ποιος είναι;