Ένα χαμηλότερο, από τα αρχικά πλάνα, ποσοστό πωλήσεων ηλεκτρικών οχημάτων το 2025 είναι πιθανό να καταστήσει πολύ πιο δύσκολη την επίτευξη των στόχων της ΕΕ για την μείωση των εκπομπών ρύπων. Αυτό αναγκάζει πολλές αυτοκινητοβιομηχανίες, που έχουν υψηλά επίπεδα εκπομπών ρύπων και που είναι υποψήφιες για την επιβολή προστίμων, να συνεργαστούν με κατασκευάστριες εταιρείες ηλεκτρικών αυτοκινήτων προκειμένου να ρίξουν τον μέσο όρο των ρύπων τους.

Η ήπια υβριδική τεχνολογία, που υπάρχει σε πολλά σύγχρονα αυτοκίνητα και η οποία περιλαμβάνει τη χρήση ενός μικρού ηλεκτροκινητήρα που λειτουργεί με μπαταρία για να βοηθήσει έναν παραδοσιακό κινητήρα ντίζελ ή βενζίνης, θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων.

Στασιμότητα στην αγορά

Ο γενικός διευθυντής της ACEA, Sigrid de ανακοίνωσε πως «η διαφαινόμενη κρίση απαιτεί επείγουσα δράση. Όλοι οι δείκτες δείχνουν μια στασιμότητα στην αγορά ηλεκτρικών οχημάτων της ΕΕ, σε μια εποχή που απαιτείται επιτάχυνση.

Εκτός από το δυσανάλογο κόστος συμμόρφωσης για τους κατασκευαστές της ΕΕ το 2025, η επιτυχία ολόκληρης της πολιτικής για την απαλλαγή των ρύπων στις μεταφορές τίθεται σε κίνδυνο. Η Ευρώπη πρέπει να παραμείνει στην πορεία του πράσινου μετασχηματισμού, υιοθετώντας μια στρατηγική που λειτουργεί».

Υψηλότεροι δασμοί της ΕΕ στην Κίνα

Η ΕΕ επέβαλε πρόσφατα υψηλότερους εισαγωγικούς δασμούς σε κινεζικούς κατασκευαστές ηλεκτρικών οχημάτων όπως η Geely, η BYD και η SAIC. Η απόφαση αυτή πάρθηκε μετά τους ισχυρισμούς ότι η κινεζική κυβέρνηση επιδότησε σε μεγάλο βαθμό αυτές τις εταιρείες, οι οποίες πωλούν τα μοντέλα τους σε σημαντικά μειωμένες τιμές στην ΕΕ. Αυτή η κίνηση είχε ως συνέπεια την μείωση πωλήσεων σε μεγάλες ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η Volkswagen, η Audi, η Mercedes-Benz και η BMW.

Πλέον η ΕΕ έχει επιβάλει δασμούς 18,8% στην Geely, 17% στην BYD και 35,3% στην SAIC. Η εφαρμογή των δασμών είναι πιθανόν να κάνει στο άμεσο μέλλον πιο ακριβά τα κινεζικά οχήματα, αποθαρρύνοντας τους καταναλωτές να τα επιλέξουν. Όμως αυτό με τη σειρά του, είναι πιθανό να καταστήσει ακόμη πιο δύσκολη την επίτευξη των στόχων της ΕΕ για τις εκπομπές άνθρακα που έχουν τεθεί για το 2025, αλλά και για το 2030.