Σύμφωνα με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, η απώλεια και η σπατάλη τροφίμων πρέπει να έχει μειωθεί κατά 50% μέχρι το 2030
Με σύμμαχο την κυκλική οικονομία, την επιστημονική γνώση και τις καινοτόμες τεχνολογίες, το ευρωπαϊκό ερευνητικό έργο EXCEL4MED, στο οποίο συμμετέχει η Ένωση Καταναλωτών Ποιότητα Ζωής (ΕΚΠΟΙΖΩ) φέρνει σε επαφή φορείς από τον ακαδημαϊκό χώρο, τη βιομηχανία τροφίμων, την κοινωνία των πολιτών, την τοπική αυτοδιοίκηση, σε Ελλάδα, Μάλτα και Γαλλία, με σκοπό τη συνεργασία για την παραγωγή καινοτόμων, περισσότερο θρεπτικών προϊόντων, με τη χρήση τεχνολογιών πιο φιλικών προς το περιβάλλον.
Στόχος του έργου είναι η εξαγωγή – με τρόπο φυσικό, χωρίς τη χρήση χημικών ουσιών – των αντιοξειδωτικών και άλλων ευεργετικών για την υγεία ουσιών που υπάρχουν στα υπολείμματα από τα εσπεριδοειδή και τα ρόδια (όπως π.χ. στα κουκούτσια και τις φλούδες) και η ενσωμάτωσή τους σε τρόφιμα, όπως π.χ. το λευκό τυρί σε άλμη, τα smoothies, με αποτέλεσμα την παραγωγή νέων, ενισχυμένων και θρεπτικότερων τροφίμων. Επιπλέον, αναμένεται να παραχθούν χυμοί με χαμηλή περιεκτικότητα σε φυσικά σάκχαρα.
Στο πλαίσιο λοιπόν της αντιμετώπισης της σπατάλης τροφίμων αλλά και των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, το EXCEL4MED, φιλοδοξεί να αξιοποιήσει τα υποπροϊόντα της βιομηχανίας τροφίμων που διαφορετικά θα κατέληγαν στις χωματερές και να τα μετατρέψει σε νέα, ευεργετικά για την υγεία προϊόντα.
Σύμφωνα με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του Οργανισμού, η απώλεια και η σπατάλη τροφίμων πρέπει να έχει μειωθεί κατά 50% μέχρι το 2030.
Ωστόσο, για την αντιμετώπιση του προβλήματος, χρειάζεται μια ολιστική προσέγγιση που προϋποθέτει ανάληψη δράσης από διάφορες πλευρές: Από τον τομέα της βιομηχανίας τροφίμων, της λιανικής πώλησης, των υπηρεσιών εστίασης και των νοικοκυριών.
Για τις δυνατότητες που έχουν τα νοικοκυριά να συμβάλουν στη μείωση της σπατάλης τροφίμων εξοικονομώντας ταυτόχρονα χρήματα, έχει αναρτηθεί βίντεο με συμβουλές στην ηλεκτρονική σελίδα της ΕΚΠΟΙΖΩ.
Η ΕΚΠΟΙΖΩ υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει ο ΟΗΕ στην έκθεση του 2024, πάνω από ένα δισεκατομμύριο γεύματα καταλήγουν κάθε μέρα στα σκουπίδια. Μόνο το 2022, τη στιγμή που το 29,6% του παγκόσμιου πληθυσμού βρισκόταν σε καθεστώς μέτριας ή σοβαρής επισιτιστικής ανασφάλειας και έως 783 εκατομμύρια άνθρωποι επλήγησαν από την πείνα, ο κόσμος σπατάλησε 1,05 δισεκατομμύρια τόνους φαγητού.
«Η απώλεια και η σπατάλη τροφίμων είναι ένα σοβαρό κοινωνικό και περιβαλλοντικό πρόβλημα και η αντιμετώπισή του είναι επιτακτική προκειμένου να διασφαλιστεί ένα βιώσιμο μέλλον για όλους μας. Ταυτόχρονα, είναι μια ευκαιρία να καταπολεμήσουμε την κλιματική κρίση και να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της επισιτιστικής ανασφάλειας», όπως επισημαίνει η έκθεση του ΟΗΕ.
Απώλεια και σπατάλη τροφίμων. Ποια η διαφορά;
Ο όρος «απώλεια» τροφίμων αφορά την αλυσίδα παραγωγής, συλλογής προϊόντων, καθώς και την αλυσίδα εφοδιασμού μέχρι την μεταφορά τους στα σούπερ μάρκετ. Η «σπατάλη» τροφίμων εντοπίζεται στο στάδιο της λιανικής πώλησης και της κατανάλωσης.
Το μέγεθος του προβλήματος σε αριθμούς:
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών:
- Περίπου το 14% των τροφίμων που παράγονται για κατανάλωση παγκοσμίως κάθε χρόνο χάνεται μεταξύ της συγκομιδής και της χονδρικής αγοράς.
- Εκτιμάται ότι το 17% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων σπαταλιέται (11% στα νοικοκυριά, 5% στην υπηρεσία τροφίμων και 2% στη λιανική).
Επισιτιστική ανασφάλεια
Επιπλέον, στην ανάρτηση της οργάνωσης των καταναλωτών υπογραμμίζεται ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας (2020), κάθε χρόνο σπαταλούνται τρόφιμα αξίας άνω του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων. Το νούμερο χαρακτηρίζεται τρομακτικό, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως υποσιτίζονται ήδη, ενώ στο μέλλον οι διατροφικές ανάγκες του παγκόσμιου πληθυσμού εκτιμάται ότι θα είναι ακόμα μεγαλύτερες καθώς αυτός αναμένεται να αυξηθεί κατά 3 δισεκατομμύρια άτομα μέσα στα επόμενα 30 χρόνια.
Τη στιγμή δηλαδή που η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με την επισιτιστική ανασφάλεια, το ένα τρίτο του συνόλου των τροφίμων που παράγεται παγκοσμίως κάθε χρόνο – 1,3 δισεκατομμύρια τόνοι – είτε χάνεται είτε σπαταλιέται, [Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ (UNEP), έκθεση 2021].Τρόφιμα που, όπως πολλοί υποστηρίζουν, θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες όσων βρίσκονται σε καθεστώς επισιτιστικής ανασφάλειας. Ειδικά αν μιλάμε για τις περιοχές του πλανήτη που μαστίζονται περισσότερο, όπως οι περισσότερες υποπεριφέρειες της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Δυτικής Ασίας. Το πρόβλημα της επισιτιστικής ανασφάλειας είναι επίσης πρόβλημα οικονομικής δυνατότητας πρόσβασης σε τρόφιμα όπου οι πολύ υψηλές τιμές και τα πολύ χαμηλά εισοδήματα δεν επιτρέπουν την πρόσβαση σε υγιεινά τρόφιμα και την πρόσληψη των απαραίτητων θερμίδων και θρεπτικών συστατικών.
Θα μπορούσε η μείωση της σπατάλης τροφίμων να οδηγήσει σε περισσότερα, διαθέσιμα προς κατανάλωση τρόφιμα, μειώνοντας έτσι το επίπεδο των τιμών και καθιστώντας το φαγητό περισσότερο προσβάσιμο για τα οικονομικά ευάλωτα νοικοκυριά; Στη διεθνή βιβλιογραφία η μείωση της σπατάλης τροφίμων παρουσιάζεται ως ένα μέσο για την αντιμετώπιση της επισιτιστικής ανασφάλειας (Παγκόσμια Τράπεζα, 2020).
Περιβαλλοντικό αποτύπωμα
Σοβαρές είναι όμως οι επιπτώσεις και σε περιβαλλοντικό επίπεδο. Η αύξηση των αποβλήτων τροφίμων συμβάλλει στην αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, στη μείωση των φυσικών πόρων και της βιοποικιλότητας.
Η απώλεια και σπατάλη τροφίμων παράγει το 8-10% των παγκόσμιων εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου, χρησιμοποιώντας το 30% περίπου της παγκόσμιας γεωργικής έκτασης και οδηγεί στην απώλεια βιοποικιλότητας, επισημαίνει η έκθεση του ΟΗΕ. Το 13% των συνολικών εκπομπών παράγονται μόνο από τα αγροκτήματα.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών:
- Τα τρόφιμα που χάνονται και σπαταλούνται αντιπροσωπεύουν το 38% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας στο παγκόσμιο σύστημα τροφίμων.
- Οι εκπομπές του συστήματος τροφίμων συνέβαλαν έως και 34% στις συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου το 2015.
- Οι συσκευασίες συμβάλλουν περίπου στο 5,4% των εκπομπών του παγκόσμιου συστήματος τροφίμων, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα της εφοδιαστικής αλυσίδας, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών.
Η Παγκόσμια Τράπεζα επίσης προειδοποιεί: «Τα τρόφιμα που παράγονται αλλά δεν καταναλώνονται υπολογίζεται ότι παράγουν 3,3 δισεκατομμύρια τόνους GHGE. Εάν τα απόβλητα τροφίμων ήταν χώρα, θα κατατασσόταν ως η τρίτη υψηλότερη σε εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα» (2020). Η μείωση των αποβλήτων τροφίμων θα οδηγούσε σε μείωση τόσο των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, όσο και στη χρήση της γης και του νερού που καταναλώνεται, καθώς στις δεδομένες συνθήκες ένα μέρος της παραγωγής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε γεωργικές εκτάσεις, κατανάλωση νερού κ.τ.λ., ουσιαστικά πηγαίνει χαμένο αφού, ενώ παράγεται, τελικά δεν καταναλώνεται. Επιπλέον, θα συνέβαλλε στη μείωση των εκπομπών μεθανίου από τα οργανικά απόβλητα που πηγαίνουν σε χώρους υγειονομικής ταφής, σημειώνει η έκθεση του ΟΗΕ.