Η χρήση φωτιάς χαμηλής έντασης κατά τις προδιαγεγραμμένες καύσεις εξυπηρέτησε τον στόχο μείωσης της καύσιμης ύλης, για τη συντήρηση αντιπυρικών και στεγασμένων ζωνών
Με τη δημιουργία επιστημονικών προδιαγραφών η χρήση της προδιαγεγραμμένης καύσης, μπορεί να θεσμοθετηθεί ως ένα εργαλείο διαχείρισης της βλάστησης, και κατ’ επέκταση, ως μια αποτελεσματική μέθοδος πρόληψης των δασικών πυρκαγιών. Η συγκεκριμένη ιδέα, η οποία στηρίχθηκε σε ένα καινοτόμο πρόγραμμα που πραγματοποιήθηκε στη Χίο, τοποθετεί τη διαχείριση της βλάστησης στο επίκεντρο της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών και ξεκίνησε να σχεδιάζεται το 2020 από το WWF Ελλάς και το Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων (ΙΜΔΟ), ως μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα οι ολοένα και δριμύτερες δασικές πυρκαγιές των τελευταίων ετών.
«Είναι γνωστό σε όλους μας πλέον ότι η κλιματική κρίση θα σημαίνει μεγαλύτερη ένταση και συχνότητα δασικών πυρκαγιών. Το βασικό ζητούμενο είναι να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των δασών απέναντι στην κλιματική κρίση και σε αυτό μπορεί να βοηθήσει η προδιαγεγραμμένη καύση, πάντα με επιστημονικό σχέδιο και με την καθοδήγηση των αρμόδιων φορέων. Με την ολοκλήρωση του συγκεκριμένου έργου, ελπίζουμε πως θα ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο για την ενίσχυση της πρόληψης στη χώρα μας», αναφέρει σχετικά ο Δημήτρης Καραβέλλας, γενικός διευθυντής του WWF Ελλάς».
Photo: Δημήτρης Καραβέλλας, γενικός διευθυντής του WWF Ελλάς
Ειδικότερα, όπως έγινε γνωστό, από τον Φεβρουάριο του 2022 έως και τον Μάρτιο του 2023, πραγματοποιήθηκαν συνολικά 4 αποστολές στο νησί της Χίου, κατά τις οποίες κάηκαν πειραματικά 40 στρέμματα σε 9 δειγματοληπτικές επιφάνειες με διαφορετική βλάστηση.
Σύμφωνα με το WWF: Οι ειδικοί επιστήμονες που συμμετείχαν ή/και συντόνισαν την προσπάθεια παρακολούθησαν, μέτρησαν και κατέγραψαν επιλεγμένες παραμέτρους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από την εφαρμογή των προδιαγεγραμμένων καύσεων. Ενδεικτικά, μετρήθηκαν η συμπεριφορά τής φωτιάς (ρυθμός εξάπλωσης και μήκος φλόγας) και η επίδρασή της στις ιδιότητες του εδάφους, τα δέντρα (η ροή των χυμών των δένδρων) και τη φυτική βιοποικιλότητα, η θερμοκρασία του εδάφους σε διάφορα βάθη, η διάβρωση, η υγρασία της επιφανειακής βλάστησης, κ.ά.
Η χρήση φωτιάς χαμηλής έντασης κατά τις προδιαγεγραμμένες καύσεις εξυπηρέτησε τον στόχο μείωσης της καύσιμης ύλης, για τη συντήρηση αντιπυρικών και στεγασμένων ζωνών. Σύμφωνα με τα ως τώρα αποτελέσματα της παρακολούθησης των οικολογικών επιπτώσεων:
- Δεν υπήρξαν ενδείξεις ότι επηρεάζονται αρνητικά οι λειτουργίες της τραχείας πεύκης στις στεγασμένες ζώνες, ούτε εκείνες της γειτνιάζουσας θαμνώδους ή δενδρώδους βλάστησης.
- Δεν δημιουργήθηκε υδρόφοβο στρώμα εδάφους.
- Η φωτιά δεν προκάλεσε σημαντικές μεταβολές στις βασικές ιδιότητες των εδαφών.
- Η φωτιά μείωσε την καύσιμη ύλη, «ξαναστέλνοντας» τα θρεπτικά συστατικά πίσω στο έδαφος και βοηθώντας στη γρήγορη ανακύκλωσή τους.
- Δεν διαπιστώθηκαν αρνητικές επιπτώσεις στη μικροπανίδα.
- Αυξήθηκε η φυτική ποικιλότητα.
Προσθέτοντας, από τη διεθνή εμπειρία, είναι προτιμότερο η συντήρηση των αντιπυρικών ζωνών να πραγματοποιείται με προδιαγεγραμμένη καύση συγκριτικά με τη χρήση βαριών ερπυστριοφόρων μηχανημάτων που αφενός διαταράσσουν το έδαφος αυξάνοντας τη διάβρωση, αφετέρου έχουν μεγαλύτερο κόστος. Όπως φαίνεται από τη χρήση της μεθόδου σε άλλες χώρες και ακολουθώντας συγκεκριμένους κανόνες, μπορεί να πετύχει και άλλους διαχειριστικούς στόχους όπως η αύξηση παραγωγής της βοσκήσιμης ύλης, η βελτίωση οικοτόπων για την άγρια πανίδα, η διατήρηση της μωσαϊκότητας του τοπίου, και η αφαίρεση ή η αντιμετώπιση ανεπιθύμητων ξενικών, εισβλητικών και χωροκατακτητικών ειδών χλωρίδας.
Το παρελθόν της προδιαγεγραμμένης καύσης & η επόμενη μέρα
Οι πρώτες προσπάθειες για την εισαγωγή της μεθόδου τής προδιαγεγραμμένης καύσης στη χώρα μας ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1970, όταν μέλη της δασικής επιστημονικής κοινότητας και στελέχη της Δασικής Υπηρεσίας εφάρμοσαν πιλοτικά την προδιαγεγραμμένη καύση. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε για διάφορους λόγους (έλλειψη πόρων, επιστημονικής καθοδήγησης και ξεκάθαρων στόχων σε συνδυασμό με την ανυπαρξία θεσμικής υποστήριξης). Σχεδόν μισό αιώνα μετά και ενώ η προδιαγεγραμμένη καύση χρησιμοποιείται με θετικά αποτελέσματα σε δεκάδες χώρες ανά τον κόσμο (Αυστραλία, ΗΠΑ, Γαλλία, Πορτογαλία, Ισπανία), στην Ελλάδα δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί το θεσμικό και επιστημονικό υπόβαθρο για την εφαρμογή της, την ίδια στιγμή που οι δασικές πυρκαγιές έχουν καταστεί πλέον ένα πρόβλημα με συνεχώς κλιμακούμενες επιπτώσεις.
Σύμφωνα πάντα με το WWF: Κρίσιμο στοιχείο για την ορθή αξιοποίηση της προδιαγεγραμμένης καύσης αποτελεί η ρητή πρόβλεψη και ρύθμισή της στη νομοθεσία με τη θεσμοθέτηση των απαιτούμενων διαδικασιών, προδιαγραφών και προϋποθέσεων, και την αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων και της συνεργασίας των υπεύθυνων φορέων. Μόνο με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται ο τεκμηριωμένος σχεδιασμός της μεθόδου, αλλά και η ασφαλής, αποτελεσματική και οικονομικά βιώσιμη υλοποίησή της. Παρά τα προφανή οφέλη και τη σημαντική συμβολή της μεθόδου στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, όπως προκύπτουν από τη εμπειρία πολλών άλλων χωρών και επιβεβαιώνονται από την παρούσα πιλοτική εφαρμογή, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη για τη χρήση της προδιαγεγραμμένης καύσης στη χώρα μας. Στο πλαίσιο αυτό, το WWF Ελλάς θα παραδώσει το αμέσως επόμενο διάστημα συγκεκριμένες προτάσεις προς τους αρμόδιους φορείς για την εισαγωγή τής προδιαγραμμένης καύσης στη νομοθεσία και τη δημιουργία προδιαγραφών χρήσης που προκύπτουν από την εφαρμοσμένη έρευνα.
Για πολλά χρόνια τα κράτη -μεταξύ αυτών και η χώρα μας- εστίασαν τις προσπάθειες τους στην καταστολή των δασικών πυρκαγιών, η οποία και θεωρήθηκε ότι από μόνη της μπορεί να μειώσει τα περιστατικά, την έκταση, αλλά και την ένταση των δασικών πυρκαγιών. Η καταστολή έχει όρια που συχνά ξεπερνιούνται, οδηγώντας ενίοτε τον μηχανισμό δασοπυρόσβεσης σε αποδιοργάνωση ή κατάρρευση. Στην πραγματικότητα, η πολιτική της καταστολής που δεν συνοδεύεται από συστηματική διαχείριση δασικής βλάστησης εκτός της αντιπυρικής περιόδου έχει οδηγήσει, λόγω και της εγκατάλειψης της υπαίθρου, στη συσσώρευση βιομάζας, η οποία αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης καταστροφικών πυρκαγιών μεγάλης έντασης και δριμύτητας. Εάν στα παραπάνω, συνυπολογίσουμε και τον παράγοντα της κλιματικής αλλαγής, τότε οδηγούμαστε σε μεγαλύτερες, εντονότερες και με μεγαλύτερη διάρκεια πυρκαγιές. Επομένως, χρειάζεται να δοθεί έμφαση στην πρόληψη και να αξιοποιηθούν αποτελεσματικές μέθοδοι διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών που να συνοδεύονται από επιστημονική έρευνα και τεκμηρίωση, όπως είναι η προδιαγεγραμμένη καύση.
«Γνωρίζουμε ότι τέτοιες προσπάθειες, όπως το πιλοτικό πρόγραμμα του WWF Ελλάς, για να έχουν αποτέλεσμα απαιτούν ευρείες συνεργασίες, αλλά και σημαντικούς πόρους. Μας δίνει ιδιαίτερη χαρά να αποτελούμε μέρος αυτής της πρωτοβουλίας και να στηρίζουμε μία δράση με τόσο σημαντική προοπτική, καθώς πιστεύουμε ότι πέρα από την υποχρέωση που έχουμε ως επιχείρηση να μειώνουμε το αποτύπωμά μας, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και το κοινό μας σπίτι, τον πλανήτη μας», δηλώνει η Δέσποινα Πάσσαρη, Senior Director Corporate Communications P&G Central & South East Europe.
Το έργο προδιαγεγραμμένης καύσης στη Χίο ολοκληρώθηκε με τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών, καθώς και της κοινωνίας των πολιτών και επιστημόνων. Επρόκειτο για διετές πιλοτικό έργο από το WWF Ελλάς, με την υποστήριξη της Procter & Gamble. Το έργο, που είχε λάβει ερευνητική άδεια από τη Γενική Διεύθυνση Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ, ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2021, ενώ σε αυτό συμμετείχαν -εκτός από τα στελέχη και τους εξωτερικούς συνεργάτες του WWF Ελλάς- ακόμα 10 ειδικοί επιστήμονες του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων (ΙΜΔΟ), 2 ειδικοί επιστήμονες του Πανεπιστημίου Αιγαίου, στελέχη της Διεύθυνσης Δασών Χίου, 20 εθελοντές της ομάδας εθελοντικής δράσης Χίου «Όμικρον», καθώς και στελέχη και εξοπλισμός της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Χίου και του Δήμου Χίου.